Του Μάρκου Δεληγιάννη. Οι μέρες φθινοπώρου πέρασαν και φέτος απαρατήρητες μπροστά από τα μάτια μας, σαν τις ανθρώπινες μάσκες που βιάζονται να σκαρφαλώσουν σε πρωινό λεωφορείο.

Η βροχή ξέπλυνε αθόρυβα την καλοκαιριάτικη σκόνη, σαν τη γριά μάνα, όταν συγυρίζει το σπίτι μετά τις διακοπές. Οι μέρες του φθινοπώρου περάσανε και φέτος στριμωγμένες μέσα στην ερημιά των συνωστισμών.
Οι περιφερόμενοι θίασοι -τα μπουλούκια, στη θεατρική διάλεκτο- με τους ποικιλώνυμους τίτλους -αιδήμων Aριστερά, αισχυντηλή Aριστερά, άμωμος Aριστερά κ.ά.- αφού ολοκλήρωσαν τις θερινές περιοδείες στην επαρχία, επανήλθαν στην πόλη μας να εισπράξουν αυτό που τους αναλογεί. Η προσπάθεια φιλότιμη. Δίδαξαν σε διάφορες εκδοχές το πολυπαιγμένο έργο: Γονυκλισία μπροστά στην εξουσία. Το κάθε μπουλούκι, βέβαια, είχε διασκευάσει και προσαρμόσει κατάλληλα το έργο στις ανάγκες και τις επιδιώξεις της ομάδας. Οι ηθοποιοί, όμως, γερασμένοι, έχαναν τα λόγια, σκόνταφταν ο ένας πάνω στον άλλον κι ο σκηνοθέτης, ατάλαντος, δυσκόλευε με τις παρεμβάσεις του το υποκριτικό έργο των παικτών. Τι να κάνουν; Να μπαλωθούν ζητούν οι ταλαίπωροι. Μια καρέκλα επιθυμούν κι αυτοί.
Οι μέρες του φθινοπώρου πέρασαν και φέτος τυλιγμένες στην ομίχλη του φόβου που συνεχίζει να εκτελεί περιπολίες έξω από τα πορτοπαράθυρα των σπιτιών μας.
Κι εμείς, οι άλλοι, πνιγμένοι στον κονιορτό των λέξεων, αφοπλίσαμε την ακοή μας και κάναμε σχέδια ονειρικά για το χειμώνα που έρχεται, ενώ η προσμονή ροκανίζει τον χρόνο όπως τα σκουλήκια του τάφου. Δεν ακούσαμε τις φαιές ερπύστριες που ασχημονούν, ούτε τους γνωστούς εθνοσωτήρες που ελαύνουν ενάντια στο αύριο. Μα οι νεκροθάφτες, είτε φορούν σταχτιές στολές της φρίκης, είτε εμφανίζονται με πανάκριβα κοστούμια και πλουμιστές γραβάτες του τεχνοκράτη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Οι ίδιες μάσκες ντροπής στο προσκήνιο.
Παλιάτσοι σοσιαλιστές, θλιβεροί δεξιοί, φαντάσματα φαιά, ανέλαβαν όλοι μαζί τη δολοφονία της ελπίδας, που με τόσο αίμα είχαμε θρέψει δεκαετίες τώρα. Κι εμείς, σύντροφε, χανόμαστε σε λόγια. Λέξεις που ξίνισαν, σαν το γάλα που δεν καταναλώθηκε έγκαιρα. Μάταια λόγια. Λέξεις που κατάντησαν πόρνες από την πολυχρησία. Οι αίθουσες των συνεδριάσεων γέμισαν από βαρετές επαναλήψεις. Τα σταχτοδοχεία γεμάτα από φράσεις κλισέ.
Οι μέρες του φθινοπώρου πέρασαν και φέτος με μνήμες καλοκαιριάτικες. Οι απαρηγόρητες όμως μέρες του χειμώνα ήρθαν χωρίς προειδοποίηση, χωρίς καμιά ενδιάμεση φάση. Η αιθαλομίχλη των τηλεοπτικών εκπομπών μάς απομονώνει από τον έξω κόσμο. Οι δρόμοι ψεύτικοι, αληθινοί; Κανείς δεν διακρίνει. Μόνο το γκάπα-γκούπα του φτυαριού σαν γεμίζει με χώμα νιόσκαφτο τάφο, ταράζει τη σιωπή του απέραντου κοιμητηρίου.
Και εμείς, τι άραγε προσμένουμε; Ο χρόνος μας τελειώνει, σύντροφοι. Καιρός ν’ αφουγκραστούμε τον στεναγμό της ματαιωμένης νιότης, τη μοναξιά των έγκλειστων, την αγωνία του άνεργου που του λήστεψαν το χθες και του έθαψαν το αύριο.
Καιρός, σύντροφοι, να ενώσουμε τις κραυγές μας, να γκρεμίσουμε τα σύγχρονα τείχη της Ιεριχούς. Να υψώσουμε το φλάμπουρο της πραγματικότητας κι ύστερα να τραγουδήσουμε όλοι μαζί με σιγανή μα σταθερή φωνή τα ξεχασμένα τραγούδια της νιότης.
Καιρός να οργανώσουμε την αντίσταση της ποίησης. Εκείνους τους μικρούς αποφασιστικούς πυρήνες αντίστασης που αυθαδιάζουν στην καθημερινότητα του θανάτου μας, όπως το απροσδόκητο γρασίδι που βλέπουμε κάπου να ραγίζει το τσιμέντο. Αυτή η αντίσταση είναι στόχος όλων των ερπυστριών.
Τότε, σύντροφοι, θα είμαστε σίγουροι πως η ελπίδα θα είναι και πάλι πλάι μας.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!