Με την αριστουργηματική ταινία του Ρόμα (Χρυσός Λέοντας Βενετίας 2018), ο 57χρονος οσκαρικός Μεξικανός σκηνοθέτης Αλφόνσο Κουαρόν, μόνιμος κάτοικος Λονδίνου, επιστρέφει μετά από 15ετή απουσία στην πατρίδα του, στη μητρική του γλώσσα, στα παιδικά του χρόνια και στη σύγχρονη μεξικανική ιστορία.

Με τίτλο-αναφορά στη γειτονιά Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, όπου βρίσκεται το ευρύχωρο σπίτι της εύπορης μεσοαστικής οικογένειας ενός γιατρού, παρακολουθούμε την ιστορία της αυτόχθονης και αφοσιωμένης υπηρέτριας Κλεό, της οποίας η εγκυμοσύνη συμπίπτει με την περίοδο που ο γιατρός εγκαταλείπει την οικογένειά του, ενώ η σκοτεινή απολυταρχική Προεδρία του Λουίς Ετσεβερία (1970-1976) αφήνει χιλιάδες αγνοούμενους.

Πολυπληθείς οι κινηματογραφικές αναφορές αυτού του σε πρώτο επίπεδο ασπρόμαυρου, ημιβιογραφικού μελοδράματος, συνθέτουν τον πολυεπίπεδο πολιτικό στοχασμό του Κουαρόν. Παρά τις ομοιότητες με το νεορεαλιστικό αντιστασιακό Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη (1945) του Ροσελίνι, ως προς τον τίτλο και κυρίως το χαρακτήρα της εγκύου (Μανιάνι), η έμμεση κριτική που επιχειρεί ο Κουαρόν στον απολυταρχισμό, προσεγγίζει περισσότερο τη μετα-νεορεαλιστική προβληματική μεταγενέστερων ταινιών, όπως το Μια Ξεχωριστή Μέρα (1977), του Ετόρε Σκόλα, όπου υπογραμμίζεται το λαϊκό έρεισμα του φασισμού. Αντίστοιχα, στο πρόσωπο του επαρμένου με τις ασιατικές πολεμικές τέχνες και στερημένου επαρχιώτη εραστή της Κλεό, ο Κουαρόν προβάλλει τα κατώτερα στρώματα που προσεταιρίστηκε και εκπαίδευσε συστηματικά η εξουσία, στελεχώνοντας τις παραστρατιωτικές της οργανώσεις.

Αρκετές σύγχρονες λατινοαμερικάνικες ταινίες, όπως το βραζιλιάνικο Η Δεύτερη Μάνα (2015 / Άννα Μουιλαέρτ), αποτυπώνουν το διαχωρισμό των λατινοαμερικάνικων κοινωνιών σε προνομιούχους λευκούς, απόγονους των αποικιοκρατών και εξαθλιωμένους αυτόχθονες, που τους υπηρετούν, φαινόμενα που αναδεικνύονται και σε εγχώριες ισπανόφωνες ταινίες των διακεκριμένων Μεξικανών σκηνοθετών Μισέλ Φράνκο και Κάρλος Ρεϊγάδας. Στο Ρόμα, η μιλιταριστική διάσταση της λαϊκής βάσης διαφαίνεται στη φασαριόζικη φανφάρα παιδιών με στρατιωτικό βήμα και στολή.

Η αποτύπωση του πολιτικού πλαισίου της εποχής προβάλλεται στο σινεμά συγκαλυμμένα, μέσα από το νοσταλγικό πρίσμα μιας προσωπικής ιστορίας, όπως στο βραζιλιάνικο Το καλοκαίρι που έφυγαν οι γονείς μου (2006 / Κάο Χάμπουργκερ). Ακολουθώντας το γνωστό αυτό σχήμα, με επίκεντρο τη δραματική ιστορία της Κλοέ, σε πρώτο πλάνο, ο Κουαρόν συνδυάζει έντεχνα τη στυλιστική αφηγηματική του σκηνοθεσία με τη λαϊκή παράδοση του τηλεοπτικού μελοδράματος, για να αποκαλύψει σε δεύτερο πλάνο την αποσιωπημένη ακόμα ιστορία της χώρας του, αποκαθιστώντας μυθοπλαστικά την ιστορική μνήμη, σε μια από τις λίγες μεξικάνικες ταινίες που αναφέρεται, έστω και έμμεσα, στο πραγματικό γεγονός της σφαγής του Κόρπους Κρίστι ή αλλιώς Ελ Χαλκονάζο (10/6/1971). Οι πολυπληθείς φοιτητικές πορείες διαδήλωσαν ενάντια στην τρομοκρατία του ελεύθερου μέχρι σήμερα, Λουίς Ετσεβερία, και καταπνίγηκαν στο αίμα, από το στρατό και τις παραστρατιωτικές ομάδες, ειδικά εκπαιδευμένες από τη CIA.

***

Ωριμότερος από ποτέ, ο Κουαρόν εμπλέκει προσωπικές αναμνήσεις, μέσα από την ιστορία της υπηρέτριας μιας εύπορης οικογένειας, παρόμοιας με τη δική του, αποτείνοντας φόρο τιμής στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν.

Τοποθετώντας το ατομικό βίωμα σε ευρύτερο συλλογικό πλαίσιο, ο Κουαρόν παρουσιάζει εύστοχα το συλλογικό τραύμα ενός ολόκληρου λαού, μέσα από το προσωπικό δράμα της ηρωίδας του, καθώς η περίοδος κυοφορίας αποτελεί το φιλμικό χρόνο της ταινίας, που συμπίπτει χρονικά και με την μεταφορική επώαση ενός επί δεκαετίες στυγνού απολυταρχισμού που έχει αφήσει ως σήμερα ανεξίτηλες πληγές.

Παίζοντας με εννοιολογικά σχήματα που αναφέρονται στις αρχετυπικές θεματικές γέννησης και γονιμοποίησης, ο Κουαρόν στο δυστοπικό μελλοντολογικό Τα παιδιά των Ανθρώπων (2006), μεταφέρει μέσα από τη μορφή της εγκύου την εικόνα μιας μαύρης κυοφορούσας Παναγιάς, παραπέμποντας και σε ταρκοφσκικούς μεταφυσικούς συμβολισμούς, ενώ στο βαθιά επηρεασμένο από τον αισθητικό υπαρξισμό του Κιούμπρικ Gravity (2013), η ηρωίδα, ως άλλη δυναμική Ρίπλεϊ στο Άλιεν (1979 / Ρίντλεϊ Σκοτ), αναγεννιέται από τη δική της τραυματική απώλεια και επιλέγει τη φιλοσοφία δαρβινικής εξελικτικής πορείας, μέσα από την επιβίωση.

Πέρα όμως από τις φιλοσοφικές και ιστορικές μεταφορικές διαστάσεις της μικρής ιστορίας του, στη μεγάλη μεξικανική Ιστορία, στο Ρόμα, με δικό του σενάριο και διεύθυνση φωτογραφίας, ο Κουαρόν πρωτοτυπεί κυρίως μέσα από την ευφυή σκηνοθεσία του. Τοποθετώντας στον πυρήνα την λιγομίλητη ηρωίδα του, αφήνει σε μια κεντρομόλο περιφερειακή κίνηση την καταγραφή μέσα από αργές ημικυκλικές κινήσεις, αρχικά των χώρων του ευρύχωρο σπιτιού που ακολουθεί αρχιτεκτονικά μια εξίσου περιμετρική διάταξη δωματίων, γύρω από εσωτερικό αίθριο, ενώ στη συνέχεια, καταγράφει τις χειρωνακτικές ασχολίες που έχει επωμιστεί αδιαμαρτύρητα.

***

Η επιβλητικής απλότητας εισαγωγή με τα σταθερά πλάνα και τα παιχνίδια αντικατοπτρισμού στις επιφάνειες του νερού με την εικόνα ενός αεροπλάνου ψηλά που ανοίγει και κλείνει την ταινία, στο σαπουνισμένο πλακόστρωτο του αίθριου της εσωτερικής αυλής, όπου διαμένει η υπηρέτρια, έξω από το σπίτι των αφεντικών, αλλά και στη συνέχεια, τα πλάνα κάτοψης στην ταράτσα, όπου η κάμερα αποτραβιέται ψηλά, αγκαλιάζοντας στο κάδρο γειτονικές ταράτσες, με αντίστοιχες δραστηριότητες από επίσης γηγενείς υπηρέτριες, διαστέλλουν το ατομικό σε συλλογικό.

Αντίστοιχα, στο μαγαζί όπου αγοράζουν την κούνια του μωρού, σε ένα ημικυκλικής τροχιάς μονοπλάνο μεταφέρεται μέσα από το παράθυρο η κορύφωση της βίαιης καταστολής της διαδήλωσης που αποτυπώνει τη σφαγή του Χαλκονάζο, σκηνή που συνταράσσει την έγκυο.

Με πολλές επιρροές και από τη γαλλική νουβέλ βαγκ, η ηρωίδα του Κουαρόν δανείζεται το όνομά της από την υπαρξιακής συνειδητοποίησης ταινία Κλεό 5 με 7 (1962 / Ανιές Βαρντά). Αντίστοιχα με τη Γαλλίδα, η Μεξικάνα Κλεό διασχίζει αγχωμένη σε τράβελινγκ τα μαγαζιά της κεντρικής λεωφόρου, αναζητώντας τα παιδιά που προπορεύτηκαν προς το σινεμά. Τα χαρακτηριστικά αποσπάσματα της επιστημονικής φαντασίας Marooned (1969 / Τζον Στάρτζες) που βλέπουν, αποτελούν την ομολογουμένως μεγάλη έμπνευση του Κουαρόν στο Gravity.

Αναζητώντας τα ίχνη του άφαντου εραστή της, η Κλεό καταφθάνει σε μια λασπωμένη επαρχία, όπου στο πίσω πλάνο ένας ακροβάτης που εκτοξεύεται από ένα κανόνι, παραπέμπει στις σουρεαλιστικές επιρροές του Κουαρόν, από τον Αρτούρο Ριπστάιν, όσο και στον φελινικό κόσμο του τσίρκου, κάνοντας παράλληλα κριτική στην τηλεοπτική δημαγωγία των απολυταρχικών καθεστώτων.

Η κινηματογράφηση ανοίγεται στη μεξικανική επαρχία, με ένα πρωτοχρονιάτικο ξεφάντωμα τσεχοφικής ατμόσφαιρας. Η πυρκαγιά που μαίνεται, ανασύρει ιστορικές μνήμες της καταστροφικής αποικιοκρατικής επέλασης των Ισπανών κονκισταδόρων, ενώ φωτιά και νερό -εξαγνιστικά στοιχεία- αποτελούν πύλη σε μια μεταφυσική διάσταση. Ωστόσο, η πυρκαγιά και ο σεισμός στο μαιευτήριο, λειτουργούν ως κακοί οιωνοί προετοιμάζοντας τη δραματική κορύφωση. Η εξίσου με την γέννα συγκλονιστική σκηνή στην παραλία, κομβική στιγμή κάθαρσης παραπέμπει και στο άνοιγμα προς το θαλασσινό τοπίο της τελικής σκηνής στα 400 χτυπήματα (1959 / Φρανσουά Τρυφώ).

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!