Το νέο βιβλίο του θεολόγου Ανδρέα Αργυρόπουλου ήρθε να ταράξει τα θολά νερά του θεολογικού εφησυχασμού, διότι θέτει καίρια ζητήματα του χριστιανισμού που είναι λησμονημένα στον κοινωνικό και πολιτικό χυλό της εποχής. Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα θεολογικό σχεδίασμα για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία, καθώς αποτελεί απόσταγμα πολυετούς εμπειρίας του συγγραφέα στα σχολεία. Έχω την αίσθηση ότι θα πρέπει να δίνεται ως βοήθημα στους θεολόγους καθηγητές για τον τρόπο προσέγγισης των μαθητών και επικοινωνίας μέσα στην τάξη.
Τo πόνημα του Αργυρόπουλου είναι μια προσωπική εξομολόγηση και ταυτόχρονα μια αυθεντική βιωματική εμπειρία του χριστιανισμού. Το πρώτο ζήτημα που θέτει επιτακτικά είναι η διαλεκτικότητα ως μέθοδος διαλόγου με τους νέους ανθρώπους. Τούτο, όσο απλό και αν ακούγεται στην εφαρμογή του, είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Διότι ο διάλογος προϋποθέτει ανοικτότητα, σεμνότητα, ταπεινότητα και φυσικά αγάπη. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας διατείνεται: «στην ελληνική κοινωνία δεν υπάρχει κουλτούρα διαλόγου. Κανένας δεν μπορεί να συνομιλήσει με κανέναν». Αυτή είναι μια απτή πραγματικότητα που τη συναντούμε τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία. Υπάρχει ένας διάλογος κωφών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, όπου το μόνο που αφορά είναι η δημιουργία εντυπώσεων για να κερδηθεί η μάχη του εντυπωσιασμού και της εικόνας. Ίσως, τελικά, δεν υφίσταται διάλογος γιατί δεν υπάρχουν ιδέες και σκέψεις και γιατί ο μηδενισμός, εκτός από την έλλειψη αξιών και αρχών, έχει οδηγήσει και σε κενούς περιεχομένου ανθρώπους.
Ο Αργυρόπουλος στο βιβλίο θέτει ένα καίριο ερώτημα και από την απάντηση αυτού του ερωτήματος κρίνεται, εν πολλοίς, η σχέση του καθενός με τον χριστιανισμό. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί παρά να είναι και πολιτικό το ερώτημα και για αυτόν τον λόγο, τελικά, ο συγγραφέας αναπόφευκτα γράφει ένα βιβλίο πολιτικής θεολογίας. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο Αργυρόπουλος είναι από εκείνους τους θεολόγους που, μαζί με τον έτερο θεολόγο τον Θανάση Παπαθανασίου, έκαναν γνωστή τη Θεολογία της Απελευθέρωσης στην Ελλάδα. Οπότε, άμεσα με την συγγραφική του πορεία απαντά στο μείζον ερώτημα για το αν ο χριστιανισμός είναι με τους θύτες ή με τα θύματα. Είναι γεγονός ότι από τη θέση που παίρνει κανείς στο καίριο αυτό ερώτημα εκδηλώνει αποφασιστικά και τη σχέση του με τον χριστιανισμό. Αν επιλέγει κανείς να βρίσκεται στην πλευρά των θυτών, τότε εκφεύγει του ευαγγελικού μηνύματος, που είναι η συμπόνοια στους έσχατους και στους ταπεινούς. Σε αυτή την περίπτωση ο χριστιανισμός μεταβάλλεται σε ιδεολογία και δεν σχετίζεται με τη μίμηση Χριστού, που συνιστά τη σωτηριολογική πορεία του κάθε χριστιανού. Αν, επίσης, κάποιος επιλέγει τη χλιαρότητα, θεωρώντας ότι ο χριστιανισμός είναι μόνο πνευματικός και άπτεται μόνο του ιερού, σκεπτόμενος ότι το εφήμερο δεν έχει και πολύ σημασία, αλλά η ατομική σωτηρία είναι το επίδικο, τότε ο χριστιανισμός επικαλύπτεται με ψυχολογικό μανδύα και το οντολογικό περιεχόμενο διαφεύγει της οπτικής. Αυτός ο χριστιανισμός είναι ένας φοβικός και ενοχικός χριστιανισμός, που ευνουχίζει τα συναισθήματα και την ψυχή του ανθρώπου. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να οδηγείται ο χριστιανός στη μνησικακία. Στην πραγματικότητα και στη δεύτερη περίπτωση, που είναι η ουδετερότητα, ένας χριστιανός βρίσκεται στην πλευρά επίσης των θυτών. Αν οι παραπάνω δύο περιπτώσεις που ανέφερα εντάσσονται στο πλευρό των θυτών, τότε υπάρχει και η τρίτη περίπτωση των χριστιανών εκείνων που βρίσκονται στην πλευρά των θυμάτων, κάνοντας πράξη την πορεία του Χριστού στη γη, όντας και ο ίδιος θύμα της εξουσιαστικότητας και της κυριαρχικότητας.
Ο Ανδρέας Αργυρόπουλος καταφέρνει να αναδείξει με έναν άμεσο βιωματικό τρόπο στο βιβλίο του έναν αυθεντικό χριστιανισμό. Έναν χριστιανισμό που βιώθηκε τους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας, έναν χριστιανισμό της αλήθειας, της ελπίδας, της απελευθέρωσης, έναν χριστιανισμό που μεταδίδει την άκαυτη φλόγα της αγάπης. Μονολογεί εσωτερικά, αδιαμεσολάβητα, φωτεινά, για όλα εκείνα που χάνονται μέσα στη χοάνη της κοινωνικής και πολιτικής ανελευθερίας, της αδικίας, της ανισότητας. Είναι ένα βιβλίο κραυγής, υπό την οπτική του βαθιά χριστιανού ανθρώπου, που βλέπει τον μηδενισμό να εξαπλώνεται ταχύτατα και να ροκανίζει σαν αρρώστια το κοινωνικό σώμα. Είναι, εν τέλει, ένα βιβλίο που τα επόμενα χρόνια θα αποτελεί σημείο αναφοράς· και όχι μόνο για τους χριστιανούς.