Μια ζωή σε θυμάμαι να τρέχεις. Πάνω-κάτω, σκάλες, ανηφόρες, κατηφόρες, από το υπόγειο στο ρετιρέ κι ύστερα πάλι στο υπόγειο, δεξιά-αριστερά, με τα πόδια ή με τη βέσπα – «Καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις από βέσπα;», Τελικά, έμαθες από βέσπα ή κόλλησες στο «μια ζωή ποδήλατο»;
Μια ζωή σε θυμάμαι να τρέχεις. Σαν Βέγγος. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί έτρεχες, γιατί τρέχεις εδώ και 50 χρόνια, να προλάβεις το σχέδιο Μάρσαλ, να προλάβεις την εκβιομηχάνιση, να προλάβεις το καραμανλικό όραμα της αντιπαροχής, να προλάβεις τη χούντα, να προλάβεις τη μεταπολίτευση, να προλάβεις την ΕΟΚ, να προλάβεις την «Αλλαγή», να προλάβεις την «απαλλαγή», να ξαναπρολάβεις την «αλλαγή», τον εκσυγχρονισμό, τη δημοκρατία των μετόχων, τον λαϊκό καπιταλισμό, την ΟΝΕ, το ευρώ, τη σταθεροποίηση, την «απογραφή», την «επανίδρυση του κράτους», τη «νέα αλλαγή», την «καταγραφή», τον «Τιτανικό» του Γ.Α.Π., τη χρεοκοπία, τη «σωτηρία», το Μνημόνιο, την επιμήκυνση, την αναδιάρθρωση, τα spreads, τα CDS, τους κακούς κερδοσκόπους, τους απάτριδες φοροφυγάδες, τους αργυρώνητους γραφειοκράτες, τους ευρωκράτες, τους τροϊκανούς, τους πιστωτές, τους τοκογλύφους, τις αγορές…
Μια ζωή σε θυμάμαι να τρέχεις, με τον τρόπο του Βέγγου, με μια ταχύτητα που δεν ταιριάζει σε νωχελικό, ράθυμο πολίτη του Νότου που μόνο τ’ όνομα έχει, διόλου τη χάρη.
Μια ζωή σε θυμάμαι να τρέχεις σαν αγχωμένο νευρόσπαστο, σαν λιοντάρι στο κλουβί, τσατισμένο και φοβισμένο από τις μαστιγιές του θηριοδαμαστή που θέλει θέαμα, άλλοτε αστείο κι άλλοτε αγωνιώδες.
Μια ζωή σε θυμάμαι να τρέχεις, σαν πειθαρχημένο αγρίμι, αλλά δες τον εαυτό σου, δεν έχεις κουνήσει ρούπι από κει που ξεκίνησες, έχεις κολλήσει, σαν να τρέχεις γύρω από τον εαυτό σου, εντός κι επί τα αυτά.
Τελικά, μπορείς να το καταλάβεις; Τόσα χρόνια που ξεκαρδιζόσουνα ξανά και ξανά στη θέα του αεικίνητου Θ.Β. να τρέχει πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, μπροστά-πίσω, ίσως γελούσες και λίγο με τον εαυτό σου που πάνω-κάτω την ίδια τροχιά διάνυε πριν καταλήξει στο επί τόπου τροχάδην, κι ύστερα ξανά τρέξιμο, ουρά από πίσω να σε κυνηγάνε οι μπάτσοι, οι δοσατζήδες, η εφορία, ο δικαστικός κλητήρας, οι ρουφιάνοι, οι χαφιέδες, οι εργοδότες, οι εργατοπατέρες, οι λογαριασμοί των ΔΕΚΟ, οι πολιτευτές, οι απεσταλμένοι της Κομισιόν, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, οι τραπεζίτες. «Καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις από βέσπα;». Μήπως, τουλάχιστον, έμαθες από 4×4, από αυτόματο, από θαλάσσιο σκάφος; Άρπαξες, χούφτωσες τίποτα στη διάρκεια όλης αυτής της τρεχάλας, σου ’χει μείνει λίπος να κάψεις ή κάηκε κιόλας στον πρώτο χρόνο της ζωής σου με την τρόικα; Μήπως σε πείσανε ότι το τρεχαλητό θα σου κάνει καλό, θα σε κάνει fit σαν τον Γ.Α.Π.; Μήπως έχει αρχίσει να σου αρέσει και το τρέξιμο και το κυνηγητό απ’ αυτόν τον άθλιο θίασο στο κατόπι σου;
«Τι φρίκη, ελληνικός κινηματογράφος», φώναζε η απελπισμένη στάρλετ όταν ο σίφουνας Θ.Β. σάρωνε το κινηματογραφικό πλατό της Ελλάδας του μελό, του χολιγουντιανού glam και της χούντας στην Επιχείρηση Γης Μαδιάμ. «Τι φρίκη, ελληνική πολιτεία, προτεκτοράτο των πιστωτών και των υπαλλήλων τους» φωνάζεις κι εσύ, χωρίς να σταματάς το ασθμαίνον τρεχαλητό σου. Σου θυμίζω, πάντως, τρία χρόνια μετά το Γης Μαδιάμ, ο Θανάσης πήρε τ’ όπλο του…
Μια ζωή σε θυμάμαι να τρέχεις, με τον τρόπο του Βέγγου, με μια ταχύτητα που δεν ταιριάζει σε νωχελικό, ράθυμο πολίτη του Νότου που μόνο τ’ όνομα έχει, διόλου τη χάρη.
Μια ζωή σε θυμάμαι να τρέχεις σαν αγχωμένο νευρόσπαστο, σαν λιοντάρι στο κλουβί, τσατισμένο και φοβισμένο από τις μαστιγιές του θηριοδαμαστή που θέλει θέαμα, άλλοτε αστείο κι άλλοτε αγωνιώδες.
Μια ζωή σε θυμάμαι να τρέχεις, σαν πειθαρχημένο αγρίμι, αλλά δες τον εαυτό σου, δεν έχεις κουνήσει ρούπι από κει που ξεκίνησες, έχεις κολλήσει, σαν να τρέχεις γύρω από τον εαυτό σου, εντός κι επί τα αυτά.
Τελικά, μπορείς να το καταλάβεις; Τόσα χρόνια που ξεκαρδιζόσουνα ξανά και ξανά στη θέα του αεικίνητου Θ.Β. να τρέχει πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, μπροστά-πίσω, ίσως γελούσες και λίγο με τον εαυτό σου που πάνω-κάτω την ίδια τροχιά διάνυε πριν καταλήξει στο επί τόπου τροχάδην, κι ύστερα ξανά τρέξιμο, ουρά από πίσω να σε κυνηγάνε οι μπάτσοι, οι δοσατζήδες, η εφορία, ο δικαστικός κλητήρας, οι ρουφιάνοι, οι χαφιέδες, οι εργοδότες, οι εργατοπατέρες, οι λογαριασμοί των ΔΕΚΟ, οι πολιτευτές, οι απεσταλμένοι της Κομισιόν, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, οι τραπεζίτες. «Καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις από βέσπα;». Μήπως, τουλάχιστον, έμαθες από 4×4, από αυτόματο, από θαλάσσιο σκάφος; Άρπαξες, χούφτωσες τίποτα στη διάρκεια όλης αυτής της τρεχάλας, σου ’χει μείνει λίπος να κάψεις ή κάηκε κιόλας στον πρώτο χρόνο της ζωής σου με την τρόικα; Μήπως σε πείσανε ότι το τρεχαλητό θα σου κάνει καλό, θα σε κάνει fit σαν τον Γ.Α.Π.; Μήπως έχει αρχίσει να σου αρέσει και το τρέξιμο και το κυνηγητό απ’ αυτόν τον άθλιο θίασο στο κατόπι σου;
«Τι φρίκη, ελληνικός κινηματογράφος», φώναζε η απελπισμένη στάρλετ όταν ο σίφουνας Θ.Β. σάρωνε το κινηματογραφικό πλατό της Ελλάδας του μελό, του χολιγουντιανού glam και της χούντας στην Επιχείρηση Γης Μαδιάμ. «Τι φρίκη, ελληνική πολιτεία, προτεκτοράτο των πιστωτών και των υπαλλήλων τους» φωνάζεις κι εσύ, χωρίς να σταματάς το ασθμαίνον τρεχαλητό σου. Σου θυμίζω, πάντως, τρία χρόνια μετά το Γης Μαδιάμ, ο Θανάσης πήρε τ’ όπλο του…
ΚΙΜΠΙ
[email protected]
[email protected]
Σχόλια