Πάμε λοιπόν, στις κοιλάδες της προσμονής και στους ποταμούς της επόμενης μέρας, με τη μοναξιά των άστρων να διαγράφει λέξεις και λόγια και προτάσεις και να ενώνει την παλάμη του χρόνου με τους δρόμους της μνήμης και με τα μονοπάτια της πιο τρελής φαντασίας.

Πάμε, αφήνοντας χρώματα, λυγμούς, χαιρετισμούς στα παράθυρα της αυγής, λευκασμένα σεντόνια και βασιλικό και δυόσμο και ανθόνερο στην άμμο της απέναντι όχθης, για να μη νιώθει μοναξιά το βαθύ κόκκινο.
Πάμε, φορτωμένοι κλάματα παιδικά και τρομαγμένα μάτια, σημαίες ξεσκισμένες και στιγμές ορφανές, σιγοψιθυρίζοντας εκείνο το παλιό αγαπημένο μπλουζ της ξεχασμένης επανάστασης, με τις αντένες στις παραλίες όπου μαζεύονται ακόμα θαύματα και άστρα, ποιήματα και παραμύθια, που κανείς δεν μπορεί να ξεριζώσει.
Πάμε, με το μυαλό στα ψηλά της ψυχής, εκεί που ξεπηδούν μπροσούρες και συνθήματα για τα μπουρλότα της κάθε Βαστίλης, ανάβουν θρυαλλίδες για πολιορκητικούς κριούς – σήματα στίγματα για ψυχουλκούς και φιλοκλόπους και απογειώνονται μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις, γέλια φωνές – μια ιδιότυπη μουσική συμφωνία.
Πάμε σε άλλα νερά, πέρα από κλούβες ανθρώπων, πεδία βολής και ρημαγμένα βλέμματα. Μακριά απ’ το τίποτα των σκοτεινών τεφρών καιρών που μας ριζώνει, τρυπώντας τοίχους και συνειδήσεις, παραδομένοι στα μυστήρια που αγωνιούν, που σκουραίνουν, που τραντάζονται, μα δεν οπισθοχωρούν. Που τρέφουν τη λαχτάρα και τρέφονται απ’ τις επιθυμίες τους, για να μεγεθυνθούν και να γίνουν ακαταπόνητα. Και ας λένε ότι θέλουν οι μάστορες φαυλοδιδάσκαλοι για κανονισμούς και κανόνες – εμείς εκεί, ξεσηκώνοντας και άλλες πιο δυνατές φωνές, κόντρα στ’ άχρηστα «δώρα» και τους παραμορφωτικούς καθρέφτες των εξολοθρευτών ονείρων.
Πάμε λοιπόν. Πάμε. Με την πρώτη αποκάλυψη του φωτός.

Τα Μπλουζ είναι κόκκινα
Τα μπλουζ είναι κόκκινα
κατακόκκινα
σαν γλιστερό ηλιοβασίλεμα
σαν καταραμένο πάθος
σαν συνεχή πτώση στα βάθη της ήττας.
Όταν τελειώνουν τα συμβάντα και οι γύρες
όταν καταρρέει ο ουρανός των αισθήσεων
και όλα γυμνώνονται
τα μπλουζ
ακούν στα βάθη το βοριά της παλιάς οιμωγής
βλέπουν θαμπά τ’ αλλόκοτα συρσίματα της ορφάνιας
θυμούνται φτώχεια
αίμα και φόβο
σύρματα
και προβολείς χιαστί.
Ερωτοτροπώντας με τη ζάλη της πιο απόκρυφης σκέψης
στο παράπονο βουτούν του τελευταίου συναισθήματος
διπλώνουν τρυφερά μέσα τους τις κατακλεμμένες ζωές
τα ξεριζωμένα χάδια
τα χαραγμένα βλέμματα
και ευλαβικά σωπαίνουν.
Προσεκτικά κοινωνούν το μυστήριο της οργής
χρώματα
ύμνοι
οσμές τα τυλίγουν
ασθμαίνουν
γυρνοφέρνουν
συσπειρώνονται
και απλώνονται παράφορα ως τα μάκρη
κόκκινα
κατακόκκινα
ζεστά
για να μας πνίξουν

Δημήτρης Α. Δημητριάδης,
μέλος της Ενωτική Πορείας ΣυγγραφέωνΘεσσαλονίκης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!