Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ
(1901-1998)
Το Σώμα μου
Το σώμα μου είναι μια λύπη
γύρω απ’ την ψυχή μου
Γύρω απ’ την ψυχή μου την εμποδίζει.
Είναι μια σφιχτή αγκαλιά το σώμα
κι’ είναι το αίμα
που ξύπνησε και περπατάει
απάνω στην ψυχή μου,
με βήματα βαρειά που όλο ξανάρχονται.
Γίνεται πικρό το αίμα μου
και μ’ αρρωσταίνει, είν’ ένας καημός
που περιμένει βοήθεια.
Σηκώθηκα, καθώς στον ύπνο μου
ονειρευόμουν, κοίταξα γύρω μου
και τίποτα δεν είδα
Το αίμα μου μ’ εμπόδιζε,
το σώμα μου μ’ εμποδίζει,
δεν κοιμούμαι πια να ονειρευτώ,
γιατί μ’ εμποδίζει το σώμα μου.
Από τις Ώρες
Σαν ωραίες γυναίκες οι μέρες
του καλοκαιριού, με φωτεινά μέλη,
εκτείνονται μπρος στα μάτια μας,
με καλή νωχέλεια, ευχάριστη,
ευχαριστημένοι κι εμείς, κοιτάζουμε
τα λαμπρά χέρια απ’ το σώμα τους,
που απλώνονται απάνω μας,
για να μας περιβάλλουν.
Είναι πολύ νέα κορίτσια,
κάποτε, οι ώρες, στις μέρες του καλοκαιριού
που φλοισβίζουν και σιγοτραγουδούν,
γελούν και μιλούν σιγά
και πιο δυνατά, πλούσιες
από ήχους διαφορετικούς, οι ώρες
το καλοκαίρι, γεμάτες φως κυλούν,
τρέχουν, όπως οι πολύ νέοι
φαντάζονται πως πρέπει να βιαστούν
και να περάσουν.
Έρωτες
Ι
Σ’ αγκαλιές τα σώματα ζητούν,
να ξεκουραστούν μαθημένα,
η θλίψη κι η ασκήμια να τυραννούν.
Ανάπαυση μέτρια,
περίσκεπτη εμπιστοσύνη,
μετρημένη παράδοση του σώματος,
σχεδόν υπόκριση ερωτική
ατελής ομιλία, η απαγορευμένη.
Στρέφονται από δω κι από κει
τυράννια και συστροφή, τα σώματα,
συμπλοκή άχαρη, καμιά παρηγορία.
Τα σώματα μένουν φτωχά,
άκαμπτα και κουρασμένα
Τα παιδεύει της ηδονής εκμηδένιση.
ΙΙ
Σκέφτομαι τις πόρνες με τα σώματα πεθαμένα,
-απ’ την κούραση κιόλας απ’ την ανάγκη-
που πρέπει ακόμα να ζήσουν.
Σκέφτομαι τις πόρνες, που φιλούν τα στόματα,
όταν, από καιρό, έχουν πεθάνει τα δικά των σώματα,
φιλούν τα χαλασμένα στόματα, σπασμένα, γεροντικά,
χαλαρά, σιχαμερά, που δεν έχουν
ομιλία καμιά, ήχον φωνής να ταιριάζει,
την φοβερήν ώρα, όταν πλαγιάζει
το ένα σώμα στ’ άλλο κοντά.