Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Του Βασίλη
«Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γένης νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
– Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι ’ς τους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά ’ς τα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων·
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας, βουνά με τους γρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!
– Καλό ’ς το τάξιο το παιδί και τάξιο παλληκάρι».
Του Διάκου
Τρεις περδικούλες κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα,
μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιριολογούν και λέγουν.
«Ν ο Διάκος τι να γίνηκε φέτο το καλοκαίρι;
ν ουδέ στην Πέτρα φάνηκε, ν ουδέ στην Αταλάντη
μας είπαν πέρα επέρασε πέρα στην Αλαμάνα,
να καρτερέσει τον πασιά κι αυτόν τον ’Μερ Βρυώνη.
Κι Ομέρ Βρυώνης έφτασε με δώδεκα χιλιάδες
κι εκεί γράμματα του ’στειλεν αυτός Ομέρ Βρυώνης:
– «Έβγα, Διάκο μ’, μη στέκεσαι και πιάσε τη Λαμία».
Κι αυτός ο μαύρος του ’λεγε κι αυτός ο μαύρος λέγει.
– «Ν εγώ δεν είμαι νιόνυφη να πιάσω τη Λαμία
ν εγώ ’μαι Διάκος τρομερός με οχτακόσ’ νουμάτοι».
Και πιάστηκαν στον πόλεμο τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Τρία γιρούσια ν έκαμε, τα τρί’ αράδα αράδα,
βούλωσε το ντουφέκι του, τσακίσ’κε το σπαθί του,
πιάσαν το Διάκο ζωντανό, το Διάκο παλληκάρι.
Στη μέσ’ Τούρκοι τον έβαλαν και τον βαριουξετάζουν.
– «Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;»
Κι αυτός ο μαύρος γέλαγε και στρίφτει το μουστάκι.
– «Τι λέτ αυτού, βρωμόσκυλα, σκυλιά μαγαρισμένα;
ν εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω».
Και στο σουβλί τον έβαναν κι αυτός χαμογελάει.
Της Δέσπως
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμον ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμον ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάμνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
– Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είν’ εδώ το Σούλι∙
εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
– Το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάμνει!
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
– Σκλάβες Τουρκών μη ζήσομε! Παιδιά, μαζί μ’ ελάτε!
Και τα φυσέκια άναψε κι όλοι φωτιά γενήκαν!
Το Μεσολόγγι
Εσείς βουνά της Κατοχής, βουνά του Ξηρομέρου,
βαστάτε, να βαστάξωμε τον φετινόν χειμώνα.
Ο Βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι,
το Μεσολόγγι το μικρό, αυτό δεν προσκυνάει,
μόνο χαλεύει πόλεμο, χαλεύει το ντουφέκι,
γιατ’ έχει άντρες διαλεχτούς κι όλο καπεταναίους,
έχει το Μάρκο Μπότσαρη με χίλιους πεντακόσιους.