Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Ο Διγενής κι ο Χάρος
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους,
να ‘ρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, να ‘ρθει κι ο γιος του Δράκου,
να ‘ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.
Και πήγαν και τον ηύρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει,τρέμουν οι κάμποι.
-Σαν τι να σ’ ηύρε, Διγενή,΄και θέλεις να πεθάνεις;
-Φίλοι, καλώς ωρίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε, κι εγώ σας αφηγιέμαι:
-Στης Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβο έχουν,
κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά,νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια πού ζησα δω στον απάνου κόσμο,
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλητο και λαμπροφορεμένο,
πόχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλαίψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυό, να παίρνει την ψυχή του.
Κι επήγαν κι επαλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια
κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
Ο Διγενής ψυχομαχεί
Ο Διγενής ψυχομαχεί κ’ η γη τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σιέται ο απάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κ’ η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τονε σκεπάση,
πώς θα σκεπάση τον αητό της γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
χαράκι αμαδολάγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
Στο βίτσισμα έπιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια,
στο γλάκιο και εις το πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύγει ο χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει
κ’ελάβωσε του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
Η Ρωμανία πέρασεν (1453)
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, έβγαιν’ από την Πόλιν,
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν καιν εκόνεψεν και στου Ηλί το κάστρον· Άϊ Γιάννες
επείξεν τ’ έναν το φτερόν στο αίμαν βουτεμένον.
Εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
σίτ’ αναγνώθ’ σιτσ’ κλαιγεί, σίτ’ κρούει την καρδίαν,
Αλλοί εμάς και βάϊ εμάς πάρθεν η Ρωμανία·
μοιρολογούν τα εκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια,
κι Άϊ Γιάννες ο χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται.
-Μη κλαις, μη κλαις, Άϊ Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι.
-Η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.