Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Δεν είχαμε υπ’ όψη μας αγάπη
Δεν είχαμε υπ’ όψη μας αγάπη,
δε μιλήσαμε γι’ αγάπη,
δεν ήταν μια συνάντηση αγάπης
εκείνη η συνάντησή μας στο μικρό καφενεδάκι.
Πως γίνεται να την επεξεργάστηκε έπειτα η καρδιά,
πώς γίνεται να τη μετέτρεψε έπειτα η καρδιά
και να τη συμπεριέλαβε αυθαιρέτως
στις τρυφερές ερωτικές της αναμνήσεις
και να την αντέγραψε αυθαιρέτως
στον κατάλογο των τρυφερών της νοσταλγιών;
Ένα αστεράκι
Ξέκοψε ένα αστεράκι,
κάθησε στ’ απέναντι βουνό
κ’ έγινε σπιτάκι αληθινό
μ’ ένα τόσο δα φωτάκι,
ίδια ως τ’ άλλα φωτεινό.
Κι απ’ την Αυγουστιάτικη βεράντα
όσοι τα μετρούσαν όπως πάντα
του μικρού χωριού τα φώτα,
η Ντινούλα, η Στάλω, η Γιώτα,
ο Γιωργάκης κ’ η Λιλή
απορούσαν κι απορούσαν
πού ‘βρισκαν όσο αν μετρούσαν
ένα απόψε πιο λειψό.
Τρίτο γράμμα στην μητέρα
Εν βία
α
Όταν σου’ στελνα το τελευταίο μου γράμμα, μητέρα,
ήμουνα σχεδόν βέβαιος πως δεν θα σου ξανάγραφα.
Κι όμως να που σου ξαναγράφω.
Και σου ξαναγράφω απροετοίμαστος
γιατί διαισθάνομαι πως δεν με παίρνει ο καιρός,
γιατί διαισθάνομαι πως δεν έχω πίστωση χρόνου
γι’ αποκρυσταλλώσεις και διεργασίες.
Επιτέλους πες το απλώς «προσχέδιο επιστολής»,
επιτέλους πες το απλώς «προσχέδιο στίχων».
Σου το σημειώνω, άλλωστε: «Εν βία».
Εν βία και εν θλίψει και εν πληγή, μητέρα,
εν αμέτρω πληγή,
εν αφάτω πληγή.
Κ’ είναι κι από άλλης απόψεως μια εξαίρεση το γράμμα μου
γιατί στη Λευκωσία δεν γράφουμε πια γράμματα,
απλώς αφήνουμε μια στιγμή
τους άδειους φακέλλους εκτεθειμένους στο κλάμα,
απλώς αφήνουμε μια στιγμή
τους άδειους φακέλλους να γεμίσουν κλάμα
και τους ταχυδρομούμε,
απλώς αφήνουμε μια στιγμή
τους άδειους φακέλλους να γεμίσουν κλάμα
και περνάν τις νύχτες απ’ τα σπίτια μας
και τους μαζεύουν οι άνεμοι
και περνά τις νύχτες απ’ τα σταυροδρόμια και
τους μαζεύουν οι άνεμοι
και περνάν απ’ τ’ αντίσκηνα και τα παραπήγματα:
«Τα γράμματά σας, τα γράμματά σας»!