Ένας γέροντας στην ακροποταμιά

Στο Νανη Παναγιωτόπουλο

Κι’ όμως πρέπει να λογαριάσουμε πως προχωρούμε.
Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,
όταν το λάδι ζεματιστό και το λειωμένο μολύβι
αυλακώνουνε τα τειχιά.

Κι’ όμως πρέπει να λογαριάζουμε κατά που προχωρούμε,
όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας
και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό.
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,
το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού
που χειρουργήθηκε το μεσημέρι.

…………………………….

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά,
να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ
που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι’ είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια
γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος
δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε
γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες,
το μεγάλο ποτάμι

αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα
και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν
κι’ ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν
και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι
τόσο διαφορετικό από το αίμα τω ανθρώπων
κι’ από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράγματα
ή έστω και για τα μεγάλα.
όταν κοιτάζουν ίσια πέρα καθώς ο στρατοκόπος
που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,
όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό
περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,
πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι
ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει.
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι’ εμείς,
το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,
στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι
ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής
που είτανε σωστή κι’ έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο
αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο
λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!