Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ (1900-1971)
Δεν τους γνωρίσαμε
Δεν τους γνωρίσαμε,
ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε
πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως δύο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια.
Φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας
χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.
Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα, γοργόνες ή κοχύλια.
Το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα
και περνούμε τις νύχτες μέσα σε υπόγεια
που μυρίζουν κατράμι.
Οι φίλοι μας έφυγαν
ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως
να τους συναντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος
μας έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή
πέρα από τ’αγάλματα.
Τρεις Βράχοι
Τρεις βράχοι, λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι και πάρα πάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι,
λίγα καμένα πεύκα μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη.
και πάρα πάνω ακόμη, πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα, ως τον ουρανό που βασιλεύει.
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.
Θα Μπορέσουμε;
Γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες
τρεις ή έξη χιλιάδες χρόνια,
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες
που θα ήταν ίσως το δικό μας σπίτι,
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες
και ηρωικές πράξεις.
θα μπορέσουμε;
γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρκτες, όπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο
γεμάτον τυφλά συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη
του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;