Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΙΒΑΝ ΚΡΑΣΚΟ
(1876-1958)
Οι Λεύκες
Α, οι λεύκες, οι ψηλές ετούτες λεύκες,
ζωσμένες από απέραντες πεδιάδες…
Ορθώνονται στον ουρανό, πελώριες, μαύρες,
-όμοια καθώς η θλίψη κάποιου-
οι λεύκες.
Α, οι λεύκες, οι γυμνόκλωνες ετούτες λεύκες!
Καθώς το πνεύμα κάποιου λυπημένου,
τη γύμνια τους περήφανα ανυψώνουν
στο κρύο, στον άνεμο, γυμνές, ξεφυλλισμένες,
οι λεύκες.
Α, οι λεύκες, δίχως ζωή, τούτες οι λεύκες!
Βουβές, σφιγμένες όλες σ’ έναν κύκλο,
-όμοια καθώς φαντάσματα νιρβάνας-
κάτω μακριά, μες στο κενό ατενίζουν,
οι λεύκες.
Α, ετούτες οι περήφανες, οι ψηλές λεύκες!
Το πνεύμα μου, όμοιο όπως αυτές, οδεύει.
Κει πάνω τάχατε; Κει κάτω; Στη νιρβάνα;
Όμοια σαν κόρακας κουρελιασμένος
μέσα στη νύχτα…
Ο πατρικός κάμπος
Το δειλινό γαλήνιο απόγειρε στους λόφους
και στα λιβάδια τα σταχτιά.
Το χωραφάκι του προγόνου λαμπαδιάζει
στην τελευταία αντιφεγγιά.
Στην ξενητειά περιπλανώμενος γυρίζω
με πόδια εδώ δισταχτικά.
Ο ήλιος πλέει στον ουρανό, καράβι
πάνω σ’ αιμάτινα νερά.
Στην υγρή γη, κάτω απ’ τα πόδια, τρίζει
η ξεραμένη καλαμιά.
Σαν κάποιος να βαδίζει στο πλευρό μου-
στο μέτωπό του μια αυλακιά,
μέσα στο τρυφερό του βλέμμα
ένα παράπονο γλυκύ και σιωπηλό:
-γιατί εγκατέλειψες το πατρικό σου χώμα;
Χωρίς προστάτη μένει από καιρό!
Μ’ όλο που καίει ο ήλιος όλη μέρα,
η πάτρια γη απομένει υγρή.
Αιώνες αιώνων απ’ τα δάκρυα των σκλάβων
ποτίστηκαν οι αγροί,
αιώνες αιώνων κι όμως δε στεγνώνει
του σκλαβωμένου η γη,
μάταια την ξεραίνει ο καυτός ήλιος
αιματοστάζει ακόμη αυτή η πληγή.
Γυρνώντας απ’ τα ξένα, στάθηκα για λίγο
κάτω από τη μισόξερη αχλαδιά.
Η γη, απ’ των σκλάβων το αίμα ποτισμένη,
κοντά της μας ζητά.
Κ’ εντός μου των πολύμοχθων πατέρων ωριμάζουν
σα σπόροι οι στεναγμοί…
Ως πότε νύχια δράκων θα θερίζουν
των καταπιεζόμενων τη γη;
Τραγούδι
Η θλίψη των δασών σχεδιάζεται μες στη σκληρήν εσπέρα
κ’ η ομίχλη κιόλας την κοιλάδα έχει καλύψει.
Το βλέμμα σου, ω, περιπλανάται κάπου πέρα
κι όλο πιο αδύναμη η ψυχή μέσα στη θλίψη.
Πάνω στ’ ασάλευτα νερά, η ιτιά γερμένη
βρίσκει τ’ αρχαίο της όνειρο που εκεί την έχει δέσει.
Ω, κάποιος λείπει από τα χέρια κάποιας και δε μένει
θέση γι’ αυτόν εκεί καμμιά, μήτε κ’ η πιο μικρούλα θέση!
Αργά κι αργά μέσα στη γκρίζα ατμόσφαιρα πέφτει το δείλι,
κοιμούνται στις φωλιές τους τα κοράκια με ύπνο σταθερό.
Μια εύγλωττη, κοίτα, σιωπή σταμάτησε στα χείλη…
Ω, οι συνετοί να ελπίζουν έπαψαν από καιρό, από καιρό!
Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος