Σαν ωραίες γυναίκες, γυμνές
Σαν ωραίες γυναίκες, γυμνές,
τούτες οι μέρες οι καλοκαιρινές
υπάρχουν με τη στιλπνότητα
των λαμπρών σωμάτων,
με την έκθαμβη προσφορά των,
με την έντονη περηφάνεια,
μ’ εκείνη τη σταθερότητα
που έχουν οι γυναίκες
όταν είν’ ωραίες,
πολύ βέβαιες για την εμορφιά των,
τόσο που μένουν έξαφνα
σκεφτικές, όμως ατάραχες,
γεμάτες προσμονή στέκονται,
μ’ υπομονή γνωρίζουν,
γνωρίζουν να περιμένουν,
περιέχοντας τέλεια την ηδονή
του εαυτού των.
Έτσι
οι έντονες του καλοκαιριού μέρες
φαίνονται ακέριες,
καθώς
τις περιβάλλουν νύχτες εξαίσιες,
με πολύν έρωτα, μυστικόν.
Έρωτες
I
Σ’ αγκαλιές τα σώματα ζητούν,
να ξεκουραστούν μαθημένα,
η θλίψη κι η ασκήμια να τυραννούν.
Ανάπαυση μέτρια,
περίσκεπτη εμπιστοσύνη,
μετρημένη παράδοση του σώματος,
σχεδόν υπόκριση ερωτική
ατελής ομιλία, η απαγορευμένη.
Στρέφονται από δω κι από κει
τυράννια και συστροφή, τα σώματα,
συμπλοκή άχαρη, καμιά παρηγοριά.
Τα σώματα μένουν φτωχά,
άκαμπτα και κουρασμένα.
Τα παιδεύει της ηδονής εκμηδένιση.
II
Σκέφτομαι τις πόρνες με τα σώματα πεθαμένα,
– απ’ την κούραση κιόλας απ’ την ανάγκη, –
που πρέπει ακόμα να ζήσουν.
Σκέφτομαι τις πόρνες, που φιλούν τα στόματα,
όταν, από καιρό, έχουν πεθάνει τα δικά των σώματα,
φιλούν τα χαλασμένα στόματα, σπασμένα, γεροντικά,
χαλαρά, σιχαμερά, που δεν έχουν
ομιλία καμιά, ήχον φωνής να ταιριάζει,
την φοβερήν ώρα, όταν πλαγιάζει
το ένα σώμα στ’ άλλο κοντά.