Μετά το ναυάγιο
Το πλοίο βυθίστηκε, κολύμπησα
μίλια δέκα οχτώ
αγκαλιάζοντας το ύστατο αντικείμενο
μονήρης ο τόπος που μ’ έφερε το κύμα
σ’ αυτή την ακτή
κορμί στη στεριά, πόδια στη θάλασσα
γαρίδες, καβούρια με χαϊδεύουν.
Σύρθηκα ως το βράχο, πηγή που ανάβλυζε
μέσα στην άκρα θέρμη του πετρότοπου.
Και να
με γέλια ξαγναντούν χορεύοντας
οι νύμφες του βουνού
ολόγυρα καθήσανε κοντά μου.
– Δε θυμάσαι; είπε η Κυπρίς
εγώ ’μαι που σε τράβηξα λιπόθυμο απ’ το κύμα,
αντρείε τιμονιέρη της απώλειας.
Άφησαν τις εσθήτες τους να πέσουν, τα μαλλιά
στους ώμους πάνω
με παρέσυραν στο χείλος, στο γκρεμνό
ψηλάφησα τα μέλη μου και ζω
δεν είναι τάφος μου το σώμ’ αυτό
δεν είν’ οργή θανάτου η αύρα αυτή που πνέει.
Φορέσαμε στεφάνια απ’ ανθούς
και τρέχαμε ανάμεσ’ από φύλλα
ρίγος μυθικό, τοπίο κι αίσθημα
πραγμάτων και πλασμάτων ανακάλυψη
ξανά και ξανά και ξανά
πόσες φορές γεννήθηκα
στην παρθενιά του κόσμου;
Είν’όμορφη του ανέμου η συνοδεία
Βουνό, καλό βουνό για κατοικία μου•
πάναγνη θέα, καθαρή, γλυκιά μου όραση,
νησιά και πουλιά κι’ ερπετά οι αδερφοί μου.
Βλέπω τα νέφη προς τ’ απόγευμα
και πέρα στο βάθος των πόλεων το μίσος.
Καλά ειν’ εδώ, νερό κυλά χωρίς προσπάθεια.
Καλά ειν’ εδώ, πουλί πετά χωρίς το βάρος του.
Καλά ειν’εδώ στη στέγη της ειρήνης.
Θάρθει χειμώνας κι’ οι φίλοι μας
θα μ’έχουν μισήσει• η ανάμνηση
το μίσος τους θα τρέφει.
Χειμώνας, ο κόσμος ωραίος ο κόσμος μας
με τη φιλία των νεφών στην αιώνια πορεία.
Τα φύλλα σαπίζουν, και η άνοιξη
θάχει τροφή κι’ όλα θ’ανθούν απ’ το σκότος στο φως•
αλλ’ εγώ φεύγω σαν τα σύννεφα
φεύγω, κι’ ειν’ όμορφη του ανέμου η συνοδεία.