Αγρύπνησα
Αγρύπνησα, υπηρέτησα, έκαμα ό,τι μπορούσα,
κ’είδα πως είχε ο πόνος μου συχνά για πληρωμή
περίγελο. Με μάτιασε το μίσος, και απορούσα,
γιατί πολύ και υπόφερα και δούλεψα πολύ.
Λόγια στην αμμουδιά
Τώρα που λιώνει μου ο καιρός ως λιώνει μια λαμπάδα,
Τώρα που τίποτ’ άλλο πια δεν έχω εδώ να κάμω,
Τώρα που πάω κ’ είμαι κοντά στο μνήμα, με τα πένθη
και με τα χρόνια,
Τώρα στον ουρανό που τ’όνειρο είταν της ορμής μου
που, βλέπω, ρουφημένες φεύγουν απ’ τη νύχτα, σάμπως
από του περασμένου το δρολάπι, ωραίες πόσες
χτυπητές ώρες,
Λέω τώρα: «Σήμερα θρίαμβος, κι αύριο τα πάντα ψέμμα.»
Με αδράχνει η λύπη και γυρνώ και περπατώ στην άκρη
Του γιαλού εκεί προς τα βαθιά τα κύματα, σκυμμένος
ονειροπλέχτης,
Και βλέπω απάνου απ’ το βουνό κι απάνου απ’ το λαγκάδι,
κι απάνου από τις θάλασσες που ατέλειωτα σαλεύουν
να φεύγουν κάτου από το ράμφος του βορριά του γύπα
πρόβατα νέφη.
Τον άνεμο στο διάστημα, τη θάλασσα στο βράχο,
Τον άνθρωπο που τ’ωριμο χερόβολό του δένει,
Τ’ ακούω, και μεσ’ στη σκέψη μου περνά ό,τι μουρμουρίζει,
μ’ό,τι μιλάει.
Κάποτε κάθομαι χωρίς να σηκωθώ στο λίγο
χορτάρι της ακρογιαλιάς ως τη στιγμή που βλέπεις
του φεγγαριού να φαίνονται ψηλά και να ρεμβάζουν
τ’απαίσια μάτια.
Το βλέπω κι’ όλο υψώνεται, ρίχνει μακρυάν αχτίδα
κοιμισμένη, στην άβυσσο, στα πλάτια, στο μυστήριο,
και κοιταζόμαστε τα δυo, το φεγγάρι που λάμπει
κ’εγώ που πάσχω.
Πού να πήγαν οι μέρες μου οι αφανισμένες πού;
Ποιος με γνωρίζει; Είναι κανείς; Να μένη ακόμα κάτι
στα θαμπωμένα μάτια μου απ’ τη φεγγοβολιά
που είχαν τα νιάτα μου;
Όλα πετάξαν, είμαι μόνος, αποκαρωμένος,
καλώ δε μ’αποκρίνεται κανείς. Κύματα, ανέμοι,
πέστε μου, αλλοίμονο! κ’εγώ ένας άνεμος δεν είμαι,
κ’εγώ ένα κύμα;
Τίποτε δε θα ξαναϊδώ απ’ όσα είχ’ αγαπήσει;
Μέσα μου απλώνεται η βραδιά, και, ω γη, που η καταχνιά σου
τη σβύνει κάθε μια κορφή, το φάντασμα είμ’εγώ,
κ’ εσύ το μνήμα.
Όλα μου τ’άδειασαν και ζωή κι’ έρωτα, χαρά ελπίδα,
προσμένω, αποζητώ, ικετεύω τα λαγήνια μου όλα
τα γέρνω αράδα για να ιδώ μέσα τους καμιά στάλα
κι αν απομένη.
Πώς γειτονεύει η θύμηση με το που τρώει σαράκι!
Στο θρήνο πώς μας ξαναφέρνουν όλα, και είσαι πόσο,
Θάνατε, της ανθρώπινης της πόρτας μαύρε σύρτη,
κρύος που σ’ αγγίζω!
Και σκέπτομαι, τον άνεμο που, ακούω, πικροβογγάει,
που ξεδιπλώνεται το κύμα αμέτρητο. Γελάει
το καλοκαίρι, ο σκόλυμπρος της αμμουδιάς, γαλάζιο
λουλούδι, ανθίζει.
Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς