Απλή κουβέντα
Θάθελα να μιλήσω
απλά
όπως ξεκουμπώνει κανείς το πουκάμισό του
και δείχνει ένα παλιό σημάδι
όπως κρυώνει ο αγκώνας σου
γυρίζεις
και βλέπεις ότι είναι τρύπιος
όπως κάθεται στην πέτρα ένας σύντροφος και μπαλώνει
τη φανέλλα του.
Να μιλήσω αν μια μέρα ξαναγυρίσω
κουβαλώντας μια βρώμικη καραβάνα γεμάτη ξενητειά
κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες
να μιλήσω
απλά –
μονάχα μια στιγμή ν’ ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.
Κάποτε ονειρευόμαστε να γίνουμε μεγάλοι ποιητές
μιλούσαμε για τον ήλιο.
Τώρα μας τρυπάει η καρδιά
σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας
Εκεί που άλλοτε λέγαμε: ουρανός, τώρα λέμε: κουράγιο.
Δεν είμαστε πια ποιητές
παρά μονάχα
σύντροφοι
με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα.
Ταξίδι
Στη Λούλα, που δε θα το διαβάσει
Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα,
περίμενε το τρένο, που θα ’πεφτε μπροστά του να τελειώνει.
Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση
ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν
ένα αιώνιο παιδί. Τότε μ’ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη
να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντάς του το χέρι,
για να κρατηθούν, πιο στέρεα, πάνω απ’ τ’ όνειρο.
Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον,
κι όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουΐζοντας, τα δύο παιδιά
χειροπιασμένα συνέχισαν να προχωράνε πάνω στις ράγες,
ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.
Νυχτερινές αισθήσεις
Ήσυχη βροχή, τα φωτισμένα τζάμια των καφενείων
μια φυσαρμόνικα κάπου μακριά βαθαίνει ως το άπειρο
τη νύχτα
κι οι ποιητές κοιμούνται σαν τους κλέφτες, με το αυτί
τεντωμένο στην άγνωστη λέξη.







































































