Πανάρχαιη Αντιδικία
Θέλω να πω ότι κάθε νύχτα έπρεπε να τα παίζω
όλα, και μάλιστα χωρίς νά’ναι κανείς στην άλλη πλευρά
του τραπεζιού – κανείς; Αστείοι που είμαστε – αντίκρυ
μου εκεί, κάθε νύχτα, στέκεται ο Θεός, εγώ προσπαθώ
να του ξεφύγω, εφευρίσκω πανουργίες, θανάσιμα
αμαρτήματα, κάνω αποτρόπαιες σκέψεις, αλλά Εκείνος
με διεκδικεί ολόκληρο, λυσσάω που δεν μπορώ
να βρω μια υπεκφυγή, μια διέξοδο…
Ώσπου αρχίζει να ξημερώνει. Ανοίγω τότε το
παράθυρο και άθελά μου χαμογελώ. Ο Θεός, για
μια ακόμη φορά, με κέρδιζε με την καινούργια
μέρα του.
Ευλογία
Καλότυχοι εκείνοι που δεν γνώρισαν τον εαυτό τους
ανδρείοι εκείνοι που αποσιώπησαν την αθωότητά τους
μα ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κι ύστερα κοίταξαν εν’
άστρο
σαν τη μόνη ανταπόδοση.
Το Έγκλημα
Μόλις είχε γεννηθεί κι οι γυναίκες, κλαίγοντας κάτω
στο πλυσταριό, τού ’πλεναν κιόλας το πουκάμισο
για την ημέρα της δίκης.
Γράμματα στον υπόνομο
Οι απελπισμένοι δε φοβούνται τα μεγάλα λόγια
έτσι θά ’ρθει ο καιρός που θ’ανοίξω το παράθυρο και
θα χαιρετήσω τα χαμένα καράβια
«για ποιο ταξίδι ονειρευτό» που έλεγε νέος, σχεδόν παιδί,
ένας φίλος μου ποιητής –
α, ζήσαμε μεγάλα χρόνια, όμως πράγματα ασήμαντα
μας πέθαναν
κι αυτό το ωραίο όνειρο μάς πήγε τόσο μακριά που δεν
ξαναβρήκαμε το δρόμο
με τα ρολόγια σταματημένα στη μοναδική ώρα: την ώρα που
αργήσαμε
κι ο ταχυδρόμος που κουράστηκε κι έριξε όλα τα γράμματα
στον υπόνομο,
ίσως εκεί να ήταν η απάντηση κι εγώ γιατί δε γυρίζω πίσω,
ποιος με κρατάει σ’ αυτήν την ηλικία
γράφοντας μακροσκελή ποιήματα σαν παρατεταμένα σινιάλα
στην υστεροφημία
κι αν φοβάμαι τη νύχτα δεν είναι οι τύψεις ή τα φαντάσματα
αλλά αυτή η απειλητική ευωδιά των ρόδων που ερημώνει
τα προάστια –
πρέπει να’ σαι προικισμένος για τη δυστυχία…