Βρώμικος, κακοντυμένος
Στο δρόμο των σκυλιών η ψυχή μου συνάντησε
την καρδιά μου. Κατεστραμμένος, αλλά ζωντανός,
βρώμικος, κακοντυμένος και γεμάτος αγάπη.
Στο δρόμο των σκυλιών, εκεί που κανείς δε θέλει να πάει.
Ένα δρόμο που διασχίζουν μόνο οι ποιητές
όταν δεν έχουν τίποτα να κάνουν.
Αλλά εγώ είχα τόσα πολλά πράγματα να κάνω ακόμα!
Και όμως ήμουν εκεί: με σκότωναν
τα κόκκινα μυρμήγκια, διασχίζοντας τα άδεια
χωριά: ο φόβος που σηκωνόταν
μέχρι να αγγίξει τα αστέρια.
Ένας Χιλιανός σπουδαγμένος στο Μεξικό μπορεί να υπομείνει τα πάντα,
Σκέφτηκα, αλλά δεν ήταν αλήθεια.
Τις νύχτες η καρδιά μου έκλαιγε. Το ποτάμι της ύπαρξης, έλεγαν
κάποια πυρετώδη χείλη που αργότερα ανακάλυψα ότι ήταν τα δικά μου,
το ποτάμι της ύπαρξης, το ποτάμι της ύπαρξης, η έκσταση
που διπλώνεται στην όχθη αυτών των εγκαταλελειμμένων χωριών.
Δάσκαλοι και θεολόγοι, μάντεις
και σαλταδόροι των δρόμων ανάκυψαν
όπως υδρόβιες πραγματικότητες
στη μέση μιας μεταλλικής πραγματικότητας.
Μόνον ο πυρετός και η ποίηση προκαλούν οράματα.
Μόνο η αγάπη και η μνήμη.
Όχι αυτοί οι δρόμοι ούτε αυτές οι πεδιάδες.
Όχι αυτοί οι λαβύρινθοι.
Μέχρι το τέλος που η ψυχή μου συνάντησε την καρδιά μου.
Ήμουν άρρωστος, είναι αλήθεια, αλλά ήμουν ζωντανός.
Ο κ. Wiltshire
Όλα τελείωσαν, λέει η φωνή του ονείρου, και τώρα είσαι η αντανάκλαση
αυτού του κ. Wiltshire, έμπορου καρύδας στις θάλασσες του νότου,
του λευκού που παντρεύτηκε στην Urna, και είχε πολλά παιδιά,
εκείνου που σκοτώθηκε στο Case και ποτέ δεν γύρισε στην Αγγλία,
είσαι σαν τον κουτσό άνθρωπο που η αγάπη έκανε ήρωα:
ποτέ δεν θα επιστρέψεις στη γη σου (αλλά ποια είναι η γη σου;)
ποτέ δεν θα είσαι ένας σοφός άνθρωπος, άντε, ούτε και ένας άνθρωπος
λογικά έξυπνος, αλλά η αγάπη και το αίμα σου
σε έκαναν να κάνεις ένα βήμα, αβέβαιο αλλά αναγκαίο, στη μέση
της νύχτας, και η αγάπη που οδήγησε αυτό το βήμα σε σώζει.
Η Τύχη
Εκείνος ήρθε ύστερα από μια εβδομάδα δουλειάς στον αγρό
στο σπίτι ενός μπάσταρδου και ήταν Δεκέμβρης ή Γενάρης,
δε θυμάμαι, αλλά έκανε κρύο και φθάνοντας στη Βαρκελώνη το χιόνι
άρχισε να πέφτει και εκείνος πήρε το μετρό και πήγε στη γωνία
του σπιτιού της φίλης του και της τηλεφώνησε για να
κατέβει και να δει το χιόνι. Μια όμορφη βραδιά, χωρίς αμφιβολία,
και η φίλη του τον προσκάλεσε να πιουν ένα καφέ
και στη συνέχεια έκαναν έρωτα
και μίλησαν και πολύ μετά εκείνος αποκοιμήθηκε και ονειρεύτηκε
ότι έφτανε σε ένα σπίτι στην εξοχή και το χιόνι έπεφτε
πίσω από το σπίτι, πίσω από τα βουνά, το χιόνι έπεφτε
και εκείνος παγιδεύτηκε στην κοιλάδα και τηλεφώνησε
στη φίλη του και με κρύα φωνή (κρύα, αλλά φιλική!) του είπε
ότι από αυτή την άσπιλη τρύπα δεν έφυγε ποτέ ούτε ο πιο γενναίος
εκτός αν ήταν πολύ τυχερός.
Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης