Σαν ποίημα
Aπό μικρός, ήθελα να γίνω εγκληματίας
συγκεκριμένα φονιάς•
δεν τα κατάφερα
κατέληξα συγγραφέας
ένα υποκατάστατο
μια δήλωση μετανοίας.
Κάθε πρωί που αντικρίζω τον κόσμο
μου βγάζει τη γλώσσα
κάθε φορά που κοιτάζω έξω
η αμφιβολία με θερίζει.
Ζω εν ειρήνη πια•
συναναστρέφομαι με αληθινούς εγκληματίες
εκτός ποιήματος
το επιβάλλει η δημοκρατία
ο πραγματικός κόσμος με εκδικείται για αυτά που δεν έκανα.
Στη Βάρκα
Καθόταν τα βράδια στη βάρκα παρέα με τον θάνατο
και συζητούσαν ώρες ατελείωτες μέχρι να χαράξει.
Κάπνιζαν και λέγανε ιστορίες, ποιες προτιμούσαν και ποιες
ερωτεύτηκαν
και ποιες τους πρόδωσαν ή τις πρόδωσαν αυτοί.
Κάπνιζαν και πίναν ρακί ζαχαρωμένο με γαρύφαλλο.
Αυτός δηλαδή του γύρεψε παρέα.
Αλλά ο μουγγοθανάσης δεν τον προσέβαλε ποτέ.
Γιατί δεν τον φοβόταν κι ο άλλος το ’ξερε.
Δεν του άρεσαν τα μυξοκλάματα.
Κι οι άλλοι τον κορόιδευαν και τον γελούσαν
που κούναγε τα χέρια του ακατάστατα και κωμικά.
Ζηλέψαμε όμως που δεν μας ζύγωσε ποτέ εμάς για παρέα,
τόσο άχρηστοι ήμασταν. Μας άφηνε να ζούμε.
Όλη μου τη ζωή
Όλη του τη ζωή ήμουν ερωτευμένος μαζί της.
Δεν μπόρεσα να κοιτάξω άλλη. Αυτή με έκανε άνθρωπο. Από
το τίποτα.
Κι όταν οι άλλες, οι εύκολες με τα θέλγητρά τους μου μίλαγαν
και με καλούσαν στην αγκαλιά τους να ξεχάσω τα
βάσανα, όταν οι άλλοι μου μίλαγαν για ξένες θεές λάγνες
και ξελογιάσματα εφήμερα, εγώ επέμενα να αγαπώ
εκείνη, τη δύσκολη,
που με ζόριζε και με τυραννούσε, που με γιόμιζε χαρά και
κουράγιο.
Με μιαν αγάπη όλο και πιότερη μήπως τη χάσω, μην μου την
πάρουν ξένοι.
Κι έτσι πέρασα όλη τη ζωή μου μαζί της ως το τέλος μου.
Χωρίς να την προδώσω ποτέ μέσα στο χρόνο τον άπιστο, τον
άστατο, τον μπερμπάντη, τον νυχτοπερπατητή.
Και τραγούδαγα τα τραγούδια μας μαζί της με πόνο και
κουράγιο.
Και τραγουδάγαμε τα τραγούδια της παρέα με ελπίδα και
πόνο.
Για τη γλώσσα μας σας μιλάω.