Πρώτο ταξίδι
Δεν ξέρω στο Τεμούκο πότε φτάσαμε.
Το πότε γεννιέσαι δεν ήταν ακριβές, και αργεί
στ’ αλήθεια η γέννηση, αργεί πολύ ώσπου
να νιώσεις, να μάθεις, να μισείς, ν’ αγαπάς –
όλα τούτα έχουν άνθη, μα έχουνε και αγκάθια.
Από την όλο σκόνες αγκαλιά της πατρίδας μου
αμίλητοι με πήραν και με πήγαν
στην Αραουκανία, στη βροχή της.
Του σπιτιού τα σανίδια
εμύριζαν δάσος,
ζούγκλα παρθένα.
Κι εμένα από τότε οι έρωτές μου
είναι ξύλινοι
και ό,τι αγγίζω γίνεται δάσος.
Και σμίξανε μέσα μου
μάτια με δεμάτια,
φύλλα με ξύλα,
με της βελανιδιάς κάποιες γυναίκες
την άνοιξη, οι άντρες με τα δέντρα•
τον άνεμο του κόσμου και των φυλλωμάτων αγαπώ,
δεν ξεχωρίζω τι είναι χείλη, τι είναι ρίζες.
Με τσεκούρια και βροχές μεγάλωσε
η ξύλινη πόλη
που κόπηκε πρόσφατα σαν
νέο αστέρι με στάλες ρητίνης•
μέρα-νύχτα το πριόνι και η ματσέτα
αγαπιόντουσαν
τραγουδώντας και δουλεύοντας•
όσο τώρα για τον ήχο τον οξύ του τζίτζικα,
όπως θρηνολογεί
στην πεισματάρα μέσα μοναξιά του, τον ακούτε
και στο δικό μου τραγούδι:
ξύλα κόβει ακόμα η καρδιά μου στο δάσος,
με πριόνια τραγουδώντας μέσα στη βροχή,
και αλέθοντας μαζί κρύο και πελεκούδια και αρώματα ξύλων.
Τα βιβλία
Βιβλία ιερά και σκισμένα, βιβλία
που καταβροχθίζουν και καταβροχθίζονται,
μυστικά,
στις τσέπες χωμένα:
ο Νίτσε να μυρίζει κυδώνι,
δόλιος και υποχθόνιος
ο Γκόρκι να περπατάει μαζί μου.
Ω, εκείνη η θνητή στιγμή
στα βράχια του Βίκτωρος Ουγκώ
όταν ο βοσκός παντρεύεται την αγαπημένη του
αφού εξεπάστρεψε πρώτα το χταπόδι,
και ο Καμπούρης της Παναγίας των Παρισίων
εξακολουθεί να κυλάει ακόμα στις φλέβες
της γοτθικής ανατομίας.
Ω Μαρία του Χόρχε Ίσααξ,
φιλί λευκό στην κόκκινη μέρα
των ουράνιων υποστατικών
που μείναν ασάλευτα
μες στων ψεμάτων τη ζάχαρη
κάνοντάς μας κι εμάς τους αθώους να κλαίμε.
Τα βιβλία ύφαναν, έσκαψαν,
αμόλυσαν τη σερπαντίνα τους
και λίγο-λίγο, πίσω
από τα πράγματα, πίσω από τα έργα,
υψώθηκε σαν κατάπικρη οσμή
με του αλατιού τη διαύγεια
της γνώσης το δέντρο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής