Εικόνα
Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο
στα ρείθρα, ωχρός,
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ’ στα μάτια του
κ’ η λάμψη απ’ τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά.
Γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Μην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Μην του μιλάτε δε μιλούν
στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου –
στεφάνωσε την άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.
Βαθμίδες
1
Ήτανε όλο το πρωί σημαιοστολισμένο
και τραγουδούσα.
Ολοένα έρχονται πια
σαν από ανώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια
να βρω την αίθουσα
πρέπει να μιλήσω σε τόσους
φίλους με τα αιώνια τώρα μάτια.
Κινείται ο δρόμος προς το μεσημέρι.
2
Αν είδατε τη μοναξιά ποτέ πίσω απ’ το τζάμι
να σας απειλεί
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
που αργά θα σχίσει το δικό σας στήθος•
όπως φάντασμα την πόρτα να περνά
με γελαστά τα εξογκωμένα μήλα
και να στέκει•
ν’ αγγίζει τα βιβλία σας,
τα πράγματα, τους τοίχους,
κ’ ύστερα πάλι εμπρός σας
μ’ ένα μαχαίρι σιωπή
να στέκει•
θα με αγαπήσετε, είναι γυμνό
σαρώθηκε αυτό το μεσημέρι.
Ομορφαίνω την Μοίρα
Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ’ τις μητέρες
κι ο άξιος εύκολα μένει στ’ όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος,
πολεμά την τίγρισσα,
κ’ η θρησκεία κ’ η τέχνη κηλίδες απάνω στο θηρίο
κ’ οι ποιητές κ’ οι φιλόσοφοι κηλίδες
ανώφελες και γύρω τους η ερημιά.
Τρέχει τ’ άγριο ζώο πηδά στροβιλίζει τον τρόμο
και τρέφεται με τους φόνους
και τρέχει το δέρμα του και τρέχουν οι κηλίδες
ακίνητες και γύρω τους η ερημιά.