Σ’ ένα φίλο
Θαρθώ ένα βράδι, στρέφοντας στο δρόμο που με παίρνει,
θαρθώ να σ’ εύρω μοναχόν με το παλιό όνειρό σου.
Η εσπέρα τις λεπτές σκιές νωχελικά θα σέρνει,
περνώντας στο μοναχικό μπροστά παράθυρό σου.
Στη σιωπηλή σου κάμαρα θα με δεχτείς και θάναι
βιβλία τριγύρω σε σιωπή βαθιά εγκαταλειμένα.
Πλάι-πλάι θα καθήσουμε. Θα πούμε για όσα πάνε,
για όσα προτού τα χάσουμε μας είναι πεθαμένα,
για την πικρία της άχαρης ζωής, για την ανία,
για το που δεν προσμένουμε τίποτε ν’αληθέψει,
για τη φθορά, και σιγαλά στη σκοτεινή ησυχία,
θα σβήσει κι η ομιλία μας κι η τελευταία μας σκέψη.
Μα η νύχτα στο παράθυρο θαρθεί να σταματήσει,
μύρα κι ανταύγειες αστεριών κι αύρες θ’ανακατέψει
με το μεγάλο κάλεσμα που θ’αποπνέει η Φύση,
με την καρδιά σου που η σιωπή δε θα την προστατέψει.
Άνοιξη
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ’ αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθεί.
Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε, μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν με φέρνουν πιο σιμά του,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, ’πέ μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πώς μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου; Και να μη σ’αγαπώ
ενώ θάναι άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλήται τον αιώνιον έρωτα, και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής;