Ω, χαμηλώστε αυτό το φως
Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο ύπνος μου ο κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάει.
Κι αν του ανακόβεται η στιγμή
ναρθεί, που τον προσμένω.
Έχω στο στόμα την ψυχή,
μου παρατήσαν οι λυγμοί
το στήθος κουρασμένο.
Πάρτε το φως! Είνε καιρός
να μείνω πια μονάχη.
Φτάνει η απάτη μιας ζωής.
Κάθε προσπάθεια ένας εχθρός
για τη στερνή μου μάχη.
Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί.
Ας μου απομείνει κάτι
για να πλανέψω τη νυχτιά
να σκύψει κάπως πιο θερμή
στο ανήσυχό μου μάτι.
Πάρτε το φως! Είνε η στιγμή!
Τη θέλω όλη δική μου.
Είναι η στιγμή να κοιμηθώ.
Πάρτε το φως! Με τυραννεί…
Μου αρνιέται την ψυχή μου…
Είμαι τρελλή να σ’αγαπώ
Είμαι τρελλή να σαγαπώ αφού πια έχεις πεθάνει,
να λυώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτά που μούδωκες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό
κι έτσι να δέρνομαι μαυτό το μάταιο καρδιοχτύπι•
στα μάτια σου την τρέλλα να ρουφώ.
Τι θαπογίνω, αγαπημένε, πού θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω.
Με τόνειρό σου, οι πίκρες μου γλυκές.
Πού νάσαι; Τι ναπόμεινε από σε να το ζητήσω;
Πού νάναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δε μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι’ αυτό να ζήσω
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.