«Σωτηρία»
Ας περάσει πια η μέρα με το φως της.
Η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;
Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με καρτερεί.
Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι ο ύπνος θα ’ρθει σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεβάτι, εδώ δίνει
εντύπωση καμιά.
Θα με διπλώσει το σκοτάδι κι όπως
μες στις βαθιές σκιές θα μπερδευτώ,|
πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι
από τον κόσμο αυτό.
Μέσα στο φόβο θα βαθαίνει η νύχτα
όταν ο άνεμος θα ’ρθει ξαφνικά.
Ο ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξει
και των ονείρων μαζί τα μυστικά.
Πάντα Γυρίζω
Πάντα γυρίζω εκεί προς τα χαράματα
της όμορφης αγάπης μας. Μην τύχει,
φοβάμαι, το μοιραίο να συντύχει
και φύγουν για τ’αγύριστα περάματα.
Θαρρώ ζωή της δίνω ανακαλώντας
τα πρωτινά φεγγοβολήματά της,
το ανόθευτο μεθύσι μας κοντά της,
τα δώρα της περίσσια σπαταλώντας.
Κι αναζητώ το βλέμμα σου, γεμάτο
μιαν αφοσίωση αστέρευτη, σαν έννοια,
σαν έλξη να ’ταν όλο μαγνητένια,
τόσο όμορφο ήταν, τόσο ήταν γεμάτο.
Αχ, ο κρυφός καημός που μου κρατάει
τη σκέψη σκλαβωμένη στο πρωτάνθι,
ενώ γύρα μας περισσεύουν τ’ άνθη
που αμέριμνα η αγάπη μας σκορπάει!
Κοντά σου
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.