Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Όλος τούτος ο λαός
Όλος τούτος ο λαός
που περιμένει στο λιμάνι τα πλοία
έπαιξε τη ζωή του στα ζάρια με τους ανέμους
και τώρα ξυπόλυτος και γυμνός
νοσταλγεί μιαν επιστροφή
απ’ την αιχμαλωσία του.
Εδώ κάτω από τάστρα ξαγρυπνάει
τόσες νύχτες
κι’ ονειρεύεται την επιστροφή.
Πλοία κατάφωτα και ταχύπλοα
διασχίζουν τα σπλάχνα σου
νύχτα και μέρα,
όμως όπως περνούνε μακρυά από τη λαχτάρα σου
τόσα όνειρα χάνονται,
γιατί ένα φως μέσα στη θάλασσα
που όλο σβήνει και απομακρένεται,
ανάβει τη φωτιά της αγωνίας
σε κείνους που περιμένουν.
Δίχως τροφή, νερό και δύναμη
ποιος τόλεγε πως θ’ απομείνουμε,
ποιος τόλεγε πως θα περάσουμε
δίχως το καθημερινό μας γέλιο,
χωρίς μιάν εξοχή στο άγχος μας,
χωρίς τίποτε θάλασσα, θάλασσα.
Τώρα
κλείσε τους ανέμους τους τυραννικούς
μέσα στ’ αμπάρια των πλοίων
έτσι ανενόχλητα να σκίζουν τον κόρφο σου
και μεις στέλνουμε γλάρους τις ικεσίες μας
να τα οδηγήσουν στο βράχο μας
εκεί που με σφιχτά χέρια η ελπίδα μας
θα κρατήσει το παλαμάρι.
Ο ήλιος κάρφωσε μιαν αχτίνα
Ο ήλιος κάρφωσε μιαν αχτίνα του στη ζωή μου,
η αχτίνα στέκει
να τη ζυγίσεις μ’ αυτό που δίνει.
Κ’ εγώ την κάρφωσα στην ψυχή μου
που είχαν μπήξει
καρφιά οι καιροί μου.
Ο ήλιος κάρφωσε μιαν αχτίνα στο μέτωπό μου
κ’ έτσι ο σταυρός μου
έπιασε ρίζες και πάει ν’ ανθίσει.
Στων Ψαρών
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
ανθίζουν τώρα λεμονιές.
Το τοπίο δε φαίνεται.
Όμως με τα νύχια μας σκαλίζουμε
του βουνού το χώμα
για να βρούμε μνήμες απ’ το στεναγμό μας.