Οι δυό Κανάρηδες

Τα ηλιοθρεμμένα Δωδεκάνησα
τάσφαξε κρύα ανατριχίλα,
την Άσπρη θάλασσα τη ρούφηξε
ονειροφάνταστη μαυρίλα,
και μέσα στη μαυρίλα αστράψανε,
αστράψανε, μετέωρα του ολέθρου,
αστράψανε οι πυρσοί οι αρμαδοκαύτες,
τα κύματα δελφίνια τα χρυσώσανε,
τα πέλαγα ταράξαν ναύτες,
φάγανε τις γαλέρες τις δρακόντισσες
τα’ αντρειωμένα ρηγόπουλα μπουρλότα,
των επικών καιρών τ’ ανάκουστα
κοσμογρικήθηκαν σαν πρώτα!

Από τη Ράχη την ολόμαυρη,
από την έρημη τη γη,
η Δόξα, λιθωμένο σκέλεθρο,
αλαφροσάλεψε κι αυτή.

Άνοιξε η πόρτα, να η χρυσόπορτα,
διάπλατη η πόρτα της ζωής
ίσκιος προσπέρασε θλιμμένος,
και τράβηξε αγροπατητής.
Και του θανάτου η σιδερόπορτα
κ’ εκείνη ολάνοιξε με μιάς,
δεύτερος ίσκιος προς τον πρώτο σίμωσε,
η φλόγα φώτισε το δρόμο του,
και του άνοιξε το πέρασμα ο βοριάς.

Τα ηλιοθρεμμένα Δωδεκάνησα
τάσφαξε κρύα ανατριχίλα,
και μέσα στην ονειροφάνταστη
της Άσπρης θάλασσας μαυρίλα
σφιχτοταιριάσαν δυό αγκαλιές,
δυό χείλια γλυκοφιληθήκαν,
και οι νύχτες, τα στοιχειά, οι αγέρηδες
κρατήσαν τα κρυφά μιλήματα
που μιληθήκαν.

– Παιδί μου, τι έγινεν η φλόγα μου;
– Πατέρα, οϊμέ στ’ ανήξερα τα χέρια!
τη φλόγα αρπάξαν οι άνομοι,
τη σβύσανε στα βαλτονέρια!

– Παιδί μου, των ονείρων που είναι τ’ άνθισμα,
που είναι το κάρπισμα των έργων;
– Πατέρα, οϊμέ στη χώρα των κατάρατων,
οϊμέ στους σκλάβους των κατέργων!

– Σε καρτεράν, παιδί μου, οι μάρτυρες
κ’ οι πλάστες κ’ οι ήρωες εκεί κάτου.

– Πατέρα, αργοπεθαίνει απάνου εκεί
αργοπεθαίνει η χώρα από το φύσημα
κάποιου ολοζώντανου θανάτου!

Παιδί μου εν’ άστρο στέκει απάνου σου
και σπέρνει φως ολόγυρά σου.

– Πατέρα μου, είναι τ’ όνομά σου!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!