Oι λύκοι
Μάννα μου, ο κόσμος χάνεται,
Μάννα, η πατρίδα χάνεται,
μέτρα και ρίμες και σκοποί
κι ανώφελα κι αδιάντροπα.
Η λύρα σαν ξετσιπωσιά,
και σάμπως να χοροπηδά,
στων πάντων τον ξολοθρεμό.
Κι αυτά τα λόγια τα χρυσά,
κι αυτά ένας κάλπικος παράς,
κορόϊδεμα της συφοράς.
Μάννα, η πατρίδα χάνεται,
Μάννα μου, ο κόσμος χάνεται.
Τσέτης τζελάτης χύμησε,
με τα σπαθιά με τα δαυλιά,
σπαθιά του Τούρκου και δαυλιά,
παραμονεύει ο Βούλγαρος,
κι ο Μόσκοβος φοβέρα είναι.
Κι ο Φράγκος ο άρχοντας, ω! πως
τα σούφρωσε τα φρύδια του,
και πως ανασηκώνοντας
τους ώμους, παραμέρισε
στο ανταριασμένο διάβα μας,
για να μη γγίξη απάνου μας!
Στ’αμπελοχώραφα φωτιά,
στις φαμελιές τσεκούρωμα,
τα σπίτια ρεπεθέμελα,
καλύβια και παλάτια, βάϊ!
Φρένα και σπλάχνα και κορμιά,
των πανελλήνων τα παιδιά
σπίθες και σβύνουν, και καπνοί
απάνω από τα κάψαλα.
Μάννα, μου μάλλιασε η καρδιά,
είμαι ο Χελμός, και το παλιό
χιόνι προτού να λυώση, βάϊ:
καινούριο, πάει, με πλάκωσε.
Μάννα, δε στέκει τίποτε
γερό κι αντρίκειο μέσα μου,
είμαι άρρωστος χίλιες φορές,
μύριες φορές είμαι άναντρος,
τι αγκομαχάει στα μέσα μου
σακάτης κόσμος και κοσμάς!
Πέρα για πέρα τσάκισμα!
Σαπιοκάραβο, σύψυχο
σε καρτεράει το βούλιασμα!
Μάννα, ένας κόσμος χάνεται,
γιατί η πατρίδα χάνεται.
………………………….
Της λύρας κάμε σκοινιά τις κόρδες για μια κρεμάλα,
ή στα σκουπίδια, να μη βαραίνη μας τη φευγάλα!
Α! η σαστισμάρα! Της φαγομάρας ω! το σκουλίκι…
Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!