Μια πίκρα
Τα πρώτα μου χρόνια τ’αξέχαστα τάζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη
στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει.
Και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι,
στενάζεις, καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Μια μένα είν’ η μοίρα μου, μια μένα είν’η χάρη μου,
δε γνώρισα κι άλλη;
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη.
Και να! μεσ’ στον ύπνο μου την έφερε τόνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Κι εμέ, τρισαλοίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!
Πια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δεν μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι;
Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μεσ’ στον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι.
Ο πιο τρανός καημός μου
Την ώρα την υπέρτατη που θα το σβη το φως μου
αγάλια αγάλια ο θάνατος ένας θα να είν’ εμένα
ο πιο τρανός καημός μου.
Δε θα είναι οι κούφιοι λογισμοί, τα χρόνια τα χαμένα,
της φτώχιας η έγνοια, του έρωτα η ακοίμητη λαχτάρα,
μια δίψα μες στο αίμα μου, προγονική κατάρα,
μήτε η ζωή μου η αδειανή συρμένη απ’ το μαγνήτη
πάντα της Μούσας, μήτ’ εσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ο πιο τρανός καημός μου
θα είναι πως δε δυνήθηκα, μ’ εσέ να ζήσω, ω πλάση
πράσινη, απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,
θα είναι πως δε σε χάρηκα, σκυφτός μέσ’ στα βιβλία,
ω Φύση, ολάκερη ζωή κι ολάκερη σοφία!
Ιερός ο άνθρωπος
Στον άνθρωπο ιερός ας είναι ο άνθρωπος,
η ζωή και τραγική και αγία και μία.
Μήτε το ανακρεόντιο ροδομέθυσμα,
μήτε κ’ οι ολοφυρμοί σου, Ιερεμία.
Ούτε τα καταφρόνια σας, οι Τίμωνες,
ούτε κ’ η Ολύμπια, Επίκουρε, ησυχία
Μελαγχολία, δακρυστάλαχτ’ η άνοιξη,
και τρικυμισμένα τα στοιχεία
μαύρη ομορφιά. Στον άνθρωπο ο άνθρωπος
ιερός. Ας μη ξεχνά πως κ’ η Ερινύα
κι αυτή δουλεύει αθέλητα, σα θεόσταλτη,
για την αγάπη, για την αρμονία.