Abandonada

Τώρα πια θα γνωρίσω
Τη χώρα της λύπης,
Θα ξεμάθω την αγάπη σου
Που υπήρξε η μοναδική μου ομιλία,
Σαν ένας ποταμός που ξεχνάει
Τις βαθειές όχθες του, το λίκνο.

Γιατί να φέρεις θησαυρούς
Αφού μαζί δε μούφερες τη λήθη,
Τα πάντα μου περσεύουν, είμαι
Βάρος στον ίδιο εαυτό μου
Σαν ένα φουστάνι χορού,
Ενός χορού που δε δόθηκε ποτέ,
Σε σημείο, θε μου, αυτή η ζωή μου
Να μου περσεύει από την πρώτη μέρα.

Δώστε μου σήμερα τις λέξεις
Που αρνήθηκε η τροφός μου να μου μάθει
Σαν τρελή θα τις ψιθυρίσω
Συλλαβή προς συλλαβή,
Τη λέξη «απομεινάρι» τη λέξη «τίποτε»
Τη λέξη «άκρον»
Έστω κι αν έπρεπε να συμπλεχτούν
Στο στόμα μου σα φίδια δαγκωμένα.

Κάθησα ανάμεσα στον κόσμο,
Αγάπη μου, ανάμεσα στη ζωή,
Για ν’ανοίξω τις φλέβες μου, στο στήθος,
Να μαδηθώ σα ρόδι ζωντανό
Κι από το πορφυρό ακαζού να ξεχωρίσω
Τα κόκκαλά μου αυτά που σ’αγαπούσαν.

Ό,τι δικό μας τώρα το γκρεμίζω:
Τους ψηλούς τοίχους, τα σανίδια,
Ξεσχίζω τη μία ύστερα απ’ την άλλη
Τις δώδεκα πόρτες που άνοιγες.
Γεμίζοντας μ’ έξαλλες τσεκουριές
το βαθύ πηγάδι της χαράς μου.

Θα σκορπίσω στον άνεμο
τη χθεσινή σοδειά,
Θαδειάσω τα βαρέλια του κρασιού
Τα αιχμάλωτα πουλιά θα ελευθερώσω
Και θ’ανασκάψω απ’ τα θεμέλιά του
Ταγρόχτημα μ’όλες τις ωφέλειες
Για να μετρήσουν τα τρελά μου δάχτυλα
Την περιοχή που οι στάχτες θα γεμίσουν.

Πόσο καλό μας κάνουν, πώς πληγώνουνε
Τα πράγματα που υπήρξαν θεϊκά.
Που αρνιούνται και δε σκύβουν να πεθάνουν
Που διαμαρτύρονται για το θάνατο
Καθώς τα σπλάχνα τους μας δείχνουν ολοζώντανα.

Τα κούτσουρα μιλούν κι ακούνε
Το κρασί σαν το πίνουμε μας βλέπει
Το κοπάδι των πουλιών που υψώνεται
Αδέξια σκορπισμένο σαν ομίχλη.

Ας έρθει ο άνεμος στο σπίτι μου να κάψει
Καλύτερα κι απ’ τα ρετσινωμένα ξύλα,
Τριζοβολώντας πέφτουν πλαγιασμένα,
Κόκκινα, ο μύλος και το κιόσκι!
Μα η νύχτα απ’ τη φωτιά ζωντανεμένη
Τη μέρα μου ορθρίζει, η φτωχή μου νύχτα.

Μετάφραση: Γιάννης Β. Ιωαννίδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!