Η Ελπίδα
1
Όλοι μιλούν αδιάκοπα για ευτυχισμένα χρόνια
και πλάθουν όνειρα χρυσά• και με γοργά φτερά
τους βλέπεις όλους να πετούν κι’ αποζητούν αιώνια
σε κόσμους άλλους μ’ άφθαστη, μια ατέλειωτη χαρά.
Γερνά ο κόσμος με καιρό και πάλι ξανανιώνει,
μα την ελπίδα απ’ την ψυχή κανείς δεν ξεριζώνει.
2
Η ελπίδα μέσα στη ζωή καθένα συνοδεύει
εκείνη το φαιδρό παιδί για πάντα τριγυρνά
η μαγική της η μορφή το νέο σαγηνεύει
το γέρο και ως τον τάφο του εκείνη κυβερνά
γιατί κι’ αν κλειή στον τάφο του του πόνου τη ρυτίδα
και εκεί σιμά στο μνήμα του, φυτεύει την ελπίδα.
3
Δεν είναι πόθος μάταιος, όνειρο που δε μένει,
ουδέ φυτρώνει άσκοπα σ’ ανόητη καρδιά.
Για κάτι τι καλλίτερο είμαστε γεννημένοι•
τέτοια φωνή στα στήθια μας ακούεται βαθιά.
Και ότι εκείνη η μυστική φωνή μας ψιθυρίζει,
δεν είναι πλάνη της ψυχής που αδιάκοπα ελπίζει.
Μετάφραση: Θεόφιλος Βορέας
Άδης
Κ’ η Ομορφιά θα πεθάνει. Θνητούς ό,τι δαμάζει και Θεούς
δε συγκινεί του Διός στύγιου το χαλύβδινο στήθος.
Μια φορά μόνο μαλάκωσε τον Κύριο των Ίσκιων η αγάπη,
μα, στο κατώφλι, αυστηρός, πήρε το δώρο του πίσω.
Του όμορφου νέου την πληγή, σκληρός που του άνοιξε κάπρος
στο θείο του σώμα, η Αφροδίτη δεν πράϋνε. Τον ήρωα,
ισόθεο, δεν έσωσεν η μάνα του η αθάνατη,
όταν, τελώντας την μοίρα του, σκοτώθηκε στο Ίλιο,
μ’ από το κύμα αναδύθηκε μαζί με τις κόρες
του θαλασσίου της πατρός και με τον θρήνο τυλίξαν,
γοερόν, το τέκνο της το ένδοξο. Για δείτε: θρηνούνε
όλες οι Θεές, κ’ οι Θεοί κλαίνε κ’ εκείνοι γιατί ’ναι
προσωρινή η τελειότητα, το Κάλλος για Θάνατο.
Είναι θαυμάσιος στο στόμα αγαπημένων ο θρήνος
άφωνον όταν το απλό φεύγει στα ερέβη του Τάρταρου.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος