Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ (1935-2003)
Ο γιος του πρώην
Ο μπαμπάς του υπήρξε ιδεολόγος
πήγε και ξαναπήγε εξορία
και τώρα τύπος και υπογραμμός
στην εκλεκτή του ενορία
τώρα ένας πρώην θλιβερός
άσσος στις συμβουλές που τρώει
απ’ το παχύ φαΐ μιανής κυρίας
κάποτε μισητής πολύ ονόματι υπεραξίας…
Ο μπαμπάς
καλλιεργεί με πάθος άνθη στα φανερά
και στα κρυφά τη γλυκύτατη νοσταλγία…
Η μαμά του ήταν από σπίτι
πιάνο γαλλικά φρου φρου κι αρώματα
έκανε τη ζωή της ως τα δεκαεννιά
και μετά επήρε τον μπαμπά.
Η κόρη μας να πάρει έναν αλήτη!
Παραπονιόντανε οι γέροι της μ’ αυτή
χαμογελούσε ήξερε πώς ήτανε στη μόδα
παίρνοντας σύζυγο κομμουνιστή.
Η μαμά
νεάζει δρα με νεανίσκους στα κρυφά
στα φανερά παίζει κουμ καν με πάθος…
Ο μπαμπάς η μαμά ο γιος.
Ο γιος του μπαμπά και της μαμάς…
Η μαμά
λέει τον άντρα της στιμένη λεμονόκουπα
το γιο της κόκινο μπαλόνι έτοιμο να σκάσει
οι φίλες της μαμάς πειράζουν το μπαμπά
και ζαχαρώνουνε το γιο που ζαχαρώνει
μιας φίλης της μαμάς το γιο…
Αφυπηρετών ο γιος θα μπει στη δράση
βεβαίως ως ηγέτης νέος και βεβαίως
στην κακομοίρα την Αριστερά…
Τώρα το παιδί υπηρετεί στο ναυτικό
η Αριστερά τονίζει πως υπηρετεί αυτή
η Δεξιά γνωρίζει τον μπαμπά και δεν ανησυχεί
το Κέντρο δεν ενδιαφέρεται περί φακέλων
εγώ του νεαρού τούφτιαξα φάκελο για την Αριστερά
αλλά αυτή με θεωρεί και με το δίκιο της δεξιό
Τα ίδια και τα ίδια
Σημαία από σατέν βρώμικου χρώματος
μαύρα κατσίκια πλένονται στη θάλασσα
όλη η Ποίηση του Κόσμου κρύβεται
σε σχισμή βράχου σαν κολυμπάς.
Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά
«στο φέρετρό του ακούμπησε» η Ελλάδα
αυτός που ακούμπαγε κανείς δε λέει…
Στην κηδεία του πήγανε και πεθαμένοι
φίλοι γνωστών διευθύνσεων κ’ εχθροί
φυλετικών και άλλων διακρίσεων…
Πάμε ρε παιδιά σινεμά να περάσ’ η ώρα
κ’ ελλείψει ελληνικού βλέπουμε τούρκικο
— δε βλάπτει… Μάθατε… μάθατε;
Το παλιό ηλιοβασίλεμα επιστρέφει
ανατολή ηλίου και όλοι κλαίνε από χαρά
τρώνε και πίνουνε χορεύουνε και δε μιλάνε…
Πάλι
το μαγαζάκι το παλιό ανοίγει για καινούργιο…
Κλείνομαι μέσα κλείνομαι μέσα κλείνομαι μέσα
κι ακούω ρεμπέτικα χαζεύω ζωγραφιές
κοιτάω παλιά κιτάπια κ’ έξω απ’ το παράθυρο…
Αυτή ’ναι σκλαβιά! Αυτή ’ναι σκλαβιά μουρμουράω.
Περασμένα μεσάνυχτα με παίρνει ο ύπνος ονειρεύομαι
τον Αρχιστράτηγο Καραϊσκάκη
βήχει βρίζει λάμπει και τους δείχνει
τον πούτζο του.
Πάλι. Αμάν τι τραβάς κ’ εσύ
καημένη Ελευθερία!…
Ούτε εχθρός τους νάσουνα…