Νυχτερινό
Σκοτάδι.
Τα κύπελλα, οι κουβέρτες και το χώμα
φυλάν τα χρώματά τους περιμένοντας
τη μέρα.
Ένα ταγάρι κρέμεται απ’ το στύλο της σκηνής.
Μέσα κοιμούνται
το ψωμί και το μαχαίρι
αδερφωμένα.
Ολόγυρα οι ανάσες των συντρόφων
αξεχώριστες.
Σε λίγο το φεγγάρι
θα μπει γλιστρώντας απ’ τη χαραμάδα
να μοιραστεί σ’ ίσιες φέτες ονείρου.
Μένουμε δέκα σε κάθε τσαντήρι.
Τα κρεββάτια και τα χρόνια της εξορίας δίπλα δίπλα.
Τραγούδι των ανέργων
Πιάσαν τα χέρια μας σκουριά
Οι μέρες θρύβονται κομμάτια
Χάνονται αργά σφυρίζοντας
Οι ελπίδες μας σβηστά κεριά
Στης πολιτείας τα σκαλοπάτια
Γέρνει άψυχος ο ορίζοντας
Μόνο το ντέρτι ακάματο.
Λοξό το φως στις γειτονιές
Σκοντάφτει απάνω στους φεγγίτες
Και στα όνειρα τ’ αδιέξοδα
Ίσκιοι χυμούν απ’ τις γωνιές
Μ’ εφιαλτικούς ημεροδείχτες
Έξοδα, έξοδα, έξοδα…
Νάχα ένα μεροκάματο!
Πόλη μητριά, σ’ εφτά τροχούς
Μ’ εφτά κλειδιά και κατσαβίδια
Μας έλυσες τις κλείδωσες
Ξόρισες χρώματα κι αχούς
– Πρωινά και βράδια πάντοτε ίδια –
Κι όλες τις πόρτες κλείδωσες.
Ηθική
Δεν κλέβω
Φοβάμαι κάθε τι που δεν τo κέρδισα μόνος μου.
Δεν σκοτώνω όποιον μου στέκει εμπόδιο.
Φοβάμαι την ηδονή.
Δεν αρνιέμαι τους άλλους
Φοβάμαι τις γενιές που θάρθουν.
Φοβάμαι τον εαυτό μου
στο δικό του φως.