Το τοπίο της επαγγελίας
Για την R.-J.
Πώς θα σε τραγουδήσω –
Μοιράζοντας μόνο
Το τρομαγμένο όνειρο ενός στρατιώτη:
Το αφόρητο όνειρο κατοχής
Ενός νέου;
Πώς θα σε τραγουδήσω
Με τη βρώμικη γλώσσα ενός στρατιώτη;
Βαδίζουμε από καινούργια βουνά
Που κάργες ζουν
Σε τύμβους θλιβερούς.
Το πρωί των βράχων οι γούρνες
Στρώνονται με πάγο.
Όμως εσύ είσαι τα βουνά
Εσύ και το ταξίδι.
Πλαγιάζουμε στα ερείπια ενός στάβλου
Που τα ποντίκια εκτελούν
Θαύματα ακροβασίας
Ανάμεσα στα δοκάρια.
Κι η βροχή φιλά τα χείλη μου
Γιατί εσύ είσαι ο ουρανός
Που πάνω μου σκύβει πάντα.
Πώς θα σε τραγουδήσω
Γνωρίζοντας μόνο
Την πίκρα του εξερευνητή
Την κούραση του στρατιώτη;
Καινούργιες οροσειρές και ποτάμια
Δεν φανερώνουν ποτέ
Τη μορφή σου της επαγγελίας.
Πώς τολμώ να σε τραγουδήσω
Εγώ ο λιγότερο άξιος
Από τους εραστές σου:
Εσύ η πιο όμορφη
Από κάθε τοπίο;
Ο θρήνος του Ακταίωνα
Έχω βαρέσει το τύμπανο κι έχω χορέψει. Κι έχω δει
Απίστευτες μορφές να κρυφοβλέπουν μέσ’ απ’ τα πράσινα
Φύλλα της μουριάς, ωστόσο δεν ένιωσα μοναξιά ποτέ
Όσον καιρό έρχονταν τα σκυλιά το κατόπι μου.
Τώρα σκυλιά αλυχτούν στα κόκκαλά μου όπως άλλοτε έναν καιρό–
Τα μάτια τους γίναν άγρια και σοφά– τότε που ξεψυχούσα.
Μ’ είχαν κατασπαράξει, το ξέρετε καλά, και μες
Στο στόμα μου λειχήνες φυτρώνουν με γαλάζιες γλώσσες.
Ποτέ καμιά γυναίκα –τα πόδια της είχαν τη χάρη
Και το ρυθμό του λαγωνικού, τούτη η αναζητούμενη μορφή–
Δεν ξέσχισε την καρδιά μου ούτε με ξάπλωσε χαμηλά
Μέσα στις φτέρες, όσο αυτή που μ’ απίθωσε τώρα.
Κίσσες φτεροκοπούν και σαλιαρίζουν στον πρώιμο χρόνο.
Βαριά πάνω στ’ αυτί μου που θυμάται αντηχεί
Του κυνηγού η πατημασιά, και πέρα μακριά στεφανωμένοι
Οι σκύλοι μου πανηγυρίζουν τη γιορτή της Άρτεμης.
Μετάφραση: Κλείτος Κύρου