Tου Θανάση Αποστόλου
1. Τα συγκλονιστικά απολιθώματα μιας ιερουργικής, φυτικής και αιώνια πρωτόπλαστης γλυπτικής· τα εκρηξιγενή, πυρακτωμένα και νεκρικά άνθη μιας ζω-γραφικής της γραφής· η θνησιγενής άλως, το λευκό φως που μπήκε στον κόσμο με ένα άνοιγμα του κλείστρου, με ένα βλέμμα του Ντροπαλού Τουόμπλυ στις αγαπημένες του παιωνίες· η τόλμη του Σάυ να αναστήσει λουλούδια στην τέχνη και –προπάντων– να γράψει την γραφή, της τέχνης.
2. Οι στίχοι, η παντοτινή μελωδία αυτών των στίχων της Ιωάννας Γεωργακοπούλου που τραβάει μόνη της μέσα στις νύχτες μας:
Τρελλέ τσιγγάνε, για πού τραβάς
μέσα στη νύχτα μόνος πού πας
ο χωρισμός σου είναι καημός
μες στην καρδιά μου παντοτινός
Τι φεύγεις μόνος και βιαστικός
σα να ’σουν ξένος περαστικός
σκλάβα σου μ’ έχεις παντοτινά
πάρε κι εμένα στα μακρινά
Τρελλέ τσιγγάνε τι με κοιτάς
έρημη μόνη με παρατάς
πάμε τσιγγάνε, πριν την αυγή
θα ’ρθω μαζί σου και όπου βγει
3. Η ομορφιά κοιτάζει πανικόβλητη τις αιχμές των κτηρίων στους δρόμους· ανεβαίνει τις Κυριακές στα λεωφορεία με προορισμό το τέρμα· όταν η θλίψη την επισκέπτεται αυνανίζεται επαναληπτικά μέχρι να μουδιάσει· φιλά στοργικά δακρυσμένα καυλιά, χέρια με γράσα, το κέρινο δέρμα των νεκρών· πίνει τους καφέδες της στους διαδρόμους των νοσοκομείων· έχει μια αστραφτερή φαλτσέτα μπηγμένη στα σωθικά της και στέκεται πάντοτε όρθια όταν όλα κατρακυλάνε·
η ομορφιά πονάει όσους την θηλάζουν.
[Τρίτη, 12 Αυγούστου 2014.]
Υ.Γ. Μακριά, πολύ μακριά από την ομορφιά, η χρηματιστηριακή αξία όπως και η γλυκανάλατη ανοησία του ανούσιου αισθητισμού με τον οποίο εκλαμβάνουν και επενδύουν μικρόνοοι ή αφελείς το έργο του Τουόμπλυ. Έτη φωτός μακριά, πολύ πιο πέρα απ’ την ψευδεπίγραφη νοσταλγία και τα ιδεολογήματα περί εντοπιότητας ηχεί στα αφτιά μας ο «Τρελλός τσιγγάνος» της Γεωργακοπούλου.