Του Θανάση Αποστόλου
Όχι, το σύνθημα δεν είναι η φασιστική ιαχή που εξαπέλυσε κάποιο ελληνικό παρακλάδι του ιταλικού φουτουριστικού κινήματος. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Στη χώρα μας δεν υπήρξαν εκείνες οι ιστορικές συνθήκες που θα επέτρεπαν την διαμόρφωση παρόμοιων κοινωνικών και καλλιτεχνικών προταγμάτων. Όσον αφορά στις περίφημες ιστορικές πρωτοπορίες, αυτές εισήχθησαν από τους «επαγγελματίες» μεταπράτες καλλιτέχνες του τόπου μας ως μεταχρονολογημένες επιταγές δίχως αντίκρισμα, ως σχήματα νεκρά, που δεν αντιστοιχούσαν, και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνονταν, σε καμία εγχώρια πολιτικοκοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα. Αποτελούσαν εξ αρχής, και παραμένουν, σχήματα-μοντέλα τα οποία κατά τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζονται –δίχως χρονοκαθυστέρηση πλέον– ως κακοπαιγμένες φάρσες.
Ο τίτλος-σύνθημα της πρώτης μπιενάλε των Αθηνών, πέρα από δείγμα του πλέον κοινότοπου διαφημιστικού λόγου –ενός ψευδεπίγραφου ριζοσπαστισμού που κατά τα ειωθότα αμπαλάρει τις αφειδώς χρηματοδοτούμενες πολιτιστικές οργανώσεις–, συμπύκνωνε και εξέφραζε με τον πλέον εύστοχο τρόπο το εντόπιο μόρφωμα ενός ιδιότυπου, απολύτως παραληρηματικού, μεταμοντερνισμού.
Πρόκειται για έναν μεταμοντερνισμό χωρίς την προϋπόθεση του μοντερνισμού, και επιπλέον για την κατά μέτωπο επίθεση σε μια ανύπαρκτη παράδοση. Για την επιθυμία να αποτινάξει κανείς το πνιγηρό βάρος της μακραίωνης ιστορικής μνήμης που έχει διαποτίσει κάθε μεζονέτα, κάθε λοφτ, κάθε πολυκατοικία και πιλοτή, κάθε περίπτερο και πολυχώρο, ακόμη και τους χώρους στάθμευσης αυτοκίνητων αυτής της πόλης-μαυσωλείο. Για την απαίτηση να απαλλαγούμε επιτέλους από τα απειράριθμα μουσεία και μνημεία της Αθήνας τα οποία, αυτά καθαυτά, την καθιστούν μια κολοσσιαία τουριστική επιχείρηση. Είναι το αίτημα να συντρίψουμε την ταφόπλακα της Ιστορίας της Τέχνης των άλλων λαών καθώς και τους ανύπαρκτους πολιτιστικούς θεσμούς που έχουν καταπλακώσει κάθε ζωντανή έκφραση πολιτισμού σε αυτόν τον τόπο… Ιδού ένα μικρό μόνο δείγμα του παραληρηματικού ιδεολογήματος.
Καταστρέψτε την Αθήνα 2
Όμως για να καταστρέψει κανείς, πρέπει πρώτα να έχει καταστραφεί ο ίδιος, να έχει μεταβληθεί σε δούλο, να έχει υιοθετήσει και να αναπαράγει τα πρότυπα της πολιτιστικής ηγεμονίας, να έχει ενσωματώσει τα έτοιμα μοντέλα της που έχουν ραφτεί και πλασάρονται σε πολύ μεγάλη ποικίλα σχεδίων και μεγεθών — εκτείνονται από την «υψηλή τέχνη» έως την «τέχνη του δρόμου» ή την «άρνηση της τέχνης». Η υιοθέτησή τους αποτελεί την πιο καλή συνεισφορά στην αδιάκοπη παραγωγή θορύβου, στην αποδόμηση των πάντων.
Απ’ την άλλη πλευρά υπάρχουν και εκείνοι που εμμένουν πεισματικά στη δημιουργία, που αντιτίθενται στην ολοκλήρωση της καταστροφής, που παραμένουν δομιστές· είναι εκείνοι που ενστερνίζονται το καίριο σημείωμα του Ρολάν Μπαρτ:
…ένας χώρος ομοιόμορφα θορυβώδης του φαίνεται αδόμητος διότι σ’ αυτόν τον χώρο δεν υπάρχει πια καμία ελευθερία να διαλέξεις τη σιωπή ή τον λόγο (πόσες φορές δεν είπε σ’ έναν διπλανό του στο μπαρ: δεν μπορώ να σας μιλήσω γιατί έχει πολύ θόρυβο). Η δομή τουλάχιστον μου παρέχει δύο όρους από τους οποίους μπορώ κατά βούληση να σημαδεύω τον ένα και να ξαποστέλνω τον άλλο· είναι επομένως ένα (μέτριο) εχέγγυο ελευθερίας: πώς τούτη τη μέρα να δώσω ένα νόημα στη σιωπή μου, αφού, οπωσδήποτε, δεν μπορώ να μιλήσω;
Καταστρέψτε την Αθήνα 3
Η καταστροφή είναι αδύνατη, είναι συντελεσμένη. Βρισκόμαστε πάντα πριν και μετά την καταστροφή, μετά τους εργολάβους της μεταπολίτευσης, μετά τους θεράποντες των τεχνών και των θεαμάτων, μετά την εξάλειψη αυτών καθαυτών των εννοιών της διάκρισης και της δομής. Πρέπει να αναζητήσουμε τα λάθη μας, πρέπει να δομήσουμε, να κατασκευάσουμε εξ αρχής τους όρους που θα επιτρέψουν αυτό που είναι δυνατό, αυτό που δεν είναι συντελεσμένο — το έργο.