Του Βασίλη Νομπιλάκη
Όποιος γνωρίζει, έστω και λίγο, τον κόσμο του Διαδικτύου έχει καταλάβει σε πόσο μεγάλο βαθμό ο τελευταίος λειτουργεί βάσει εξάρσεων μιμητικής φρενίτιδας: Άπαξ κι επισημανθεί ένας συγκεκριμένος αβανταδόρικος «στόχος» (βίντεο, άρθρο, σχόλιο, δήλωση ή συνέντευξη), αμέσως ορδές «δικτυωμένων» σπεύδουν προβατηδόν να το αναπαραγάγουν, σχολιάσουν, επιδοκιμάσουν, αποδομήσουν, αναθεματίσουν κ.λπ. Μέχρι να προκύψει, φυσικά, το επόμενο «καυτό» θέμα. Έτσι, εκείνο που κάνει χρυσές δουλειές για μια ακόμη φορά δεν είναι παρά η εξατομικευμένη μαζοποίηση, η οποία καταφέρνει να συνταιριάξει θαυματουργά το ένστικτο της αγέλης με την περιούσια «ατομικότητα». Περίπου, όπως συμβαίνει και με τις ειδήσεις στην τηλεόραση, πλην όμως με μεγαλύτερη «αυτονομία» και δυνατότητα παρέμβασης εκ μέρους του κοινού.
Το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε σχετικά πρόσφατα όταν ένα ανυπόγραφο άρθρο σε κάποιο άγνωστο ιστολόγιο (thecurlysue.com) μεσουράνησε για λίγες μέρες στον «αφρό» της διαδικτυακής επικαιρότητας. Από την ανταπόκριση του κόσμου μπορούμε, ωστόσο, να συναγάγουμε ότι το συγκεκριμένο κείμενο συνόψισε αρκετές από τις ενστάσεις του μέσου, «σκεπτόμενου» θεατή σχετικά με τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο. Ο συντάκτης του άρθρου φαίνεται πως κατόρθωσε σε λιγότερες από 1.000 λέξεις να διαγνώσει το πρόβλημα («κάτι δεν πάει καλά με το ελληνικό σινεμά») να επισημάνει τα τέσσερα κύρια «συμπτώματα» και να προτείνει μια «θεραπεία» δικής του εμπνεύσεως…
Ο αρθρογράφος μας, λοιπόν, θα δηλώσει μπουχτισμένος με τη «θεματική του μικροαστικού δράματος» και τις «έννοιες της ενδοοικογενειακής υποκρισίας και ανελευθερίας, της σεξουαλικής καταπίεσης και του πατριαρχικού αυταρχισμού», θα επισημάνει «τη στενή αντίληψη περί αισθητικής» των Ελλήνων σκηνοθετών, όπως και την «επιτηδευμένα σύνθετη και περίπλοκη διαλεκτική σχέση πομπού-δέκτη» και θα δώσει το σύνθημα για μια επιστροφή στην «αμεσότητα», την «απλότητα», τη «ζωντάνια» και την «παιδικότητα», μακριά από τον «δογματισμό της αποστειρωμένης κουλτούρας».
Εκείνο που εντυπωσιάζει στο εν λόγω άρθρο είναι η ευκολία με την οποία κάποιος (νομίζει ότι) ασκεί «κριτική» στο «ελληνικό σινεμά» τη στιγμή που δεν κατονομάζει καμία ταινία εκτός από τον Κυνόδοντα. Έτσι, όλος ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος εξισώνεται εκβιαστικά με μία ταινία (μαζί με δυο-τρεις ακόμα που υποτίθεται ότι της μοιάζουν) και καταδικάζεται με συνοπτικές διαδικασίες. Το αποτέλεσμα; Η ευθύνη για την όντως προβληματική σχέση ανάμεσα στο κοινό και τους Έλληνες σκηνοθέτες πέφτει αποκλειστικά στους δεύτερους, οι οποίοι επιμένουν να κάνουν «στυλιζαρισμένες» και «κουλτουριάρικες» ταινίες. Κακό του κεφαλιού τους. Ο «λαός» μίλησε και πλέον μπορεί να συνεχίσει να απολαμβάνει ατάραχος την «αμεσότητα» και τη «ζωντάνια» που του σερβίρει το Hollywood…
Δεν θα έδινα ιδιαίτερη σημασία σε κάτι ολοφάνερα ασόβαρο, εάν δεν με ενοχλούσε αυτή η -θεωρητική τάχα- προσπάθεια δικαιολόγησης της πιο ακραιφνούς αδιαφορίας προς τον ελληνικό κινηματογράφο, καθώς και η αφάνταστη προχειρολογία που χαρακτηρίζει όσους μιλάνε δίχως να νοιάζονται πραγματικά για το θέμα τους. Στη θέση τους θα φρόντιζα να μάθω πρώτα κάτω από ποιες συνθήκες γυρίζονται οι ταινίες στην Ελλάδα κι έπειτα θα έβλεπα -για αρχή- τα παρακάτω κινηματογραφικά έργα: Από την άκρη της πόλης, Η εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων, Αγέλαστος πέτρα, Ο βασιλιάς, Όμηρος, Η ψυχή στο στόμα, Ροζ, Άλλος δρόμος δεν υπήρχε, Wasted youth, Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένα, Στρέλλα, Άδικος κόσμος, Ο μανάβης, Ένα βήμα μπροστά, Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού, Στο σπίτι.