Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ (1908-1941)
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Μέσα στον απέραντο ουρανό
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Είναι λύπη
Είναι χαρά;
Το φως έρχεται
Εκλέγει τα πουλιά
Το φως δεν καταστρέφει
Ανάμεσά μας πάντοτε ένας
Εκείνος που μαθαίνει τα νιάτα τ’ ουρανού
Και που πετάει με τα πουλιά
Μέσα στον αιθέρα
Μόλις Πεθάνει
Μόλις πεθάνει
Η αγάπη
Θέλει σιωπή μεγάλη
Για να ’βρει στην άκρη του πόνου
Την περίφημη λίμνη
Τη λήθη
Η καρδιά μας
Η καρδιά μας είναι ένα κύμα, που δεν σπάει στην ακρογιαλιά. Ποιος μαντεύει τη θάλασσα, απ’ όπου βγαίνει η καρδιά μας; Αλλά είναι η καρδιά μας ένα κύμα μυστικό, χωρίς αφρό. Βουβά πιάνει μια στεριά. Και αθόρυβα σκαλίζει το ανάγλυφο ενός πόθου, που δεν ξέρει απογοήτευση, και αγνοεί την ησυχία.
Ο Ύπνος
Ο ύπνος είναι, ένας απλοϊκός άνθρωπος
Γεμάτος δώρα
Που τα χαρίζει σ’ όλους
Που τα μαζεύουν όλοι
Ο ύπνος είναι ένας κύκνος αυθόρμητος
Που ανάβρυσε πάνω στα νερά της ψυχής
Ο πόθος μας δεν του μοιάζει
Αλλά και ο πόθος μας
Είναι ένας απλοϊκός άνθρωπος
Προικισμένος με δώρα και χαρά
[Άτιτλο]
Είδες, πόσο όμορφα τραγουδούν οι τρελοί; Άκου¬σες τον σκοπό τους; Κάτι από μας, έλεγες, πως ήθελαν ν’ αρπάξουν κάτι από τη χαρά μας, που νομίζουν πως δεν τους ανήκει. Η μελωδία τους ήταν πονηρή, και ταυτόχρονα αφελής. Ήθελαν να μας κλέψουν, οι καημένοι τρελοί, λίγα χρήματα από μια φανταστική περιουσία μας, δεν ήξεραν πως δεν έχουμε περισσότερα απ’ αυτούς, πως η λύπη είναι στοιχείο και της δικής μας ζωής, πως η χαρά μας είναι ακόμα σήμερα ό,τι η τρέλα για τους τρελούς.
Σ’ ένα ωραίο δέντρο η γυναίκα
Σ’ ένα ωραίο δέντρο η γυναίκα τον ώμο της α¬κουμπάει
Και πουθενά τα πόδια δεν στηρίζει
Ο αγέρας φυσάει στα μαλλιά της
Της ανοίγει το στόμα
Η θάλασσα έρχεται σαν ανάμνηση στ’ αυτιά της
Δεν ξέρει πια τον έρωτα και τραγουδάει
Είναι μοναχή γυμνή αλλά δεν κλαίει
Ο ουρανός τη σηκώνει πάνω από τον άνεμο