Το τέλος της παραγωγικής βάσης και η… μπαχαμοποίηση
Του Βαγγέλη Πισσία*
Βρισκόμαστε πράγματι σε πτώχευση; και Οι μετανάστες και εμείς είναι οι τίτλοι δύο αφιερωμάτων που αναγράφονται στο 1660ο τεύχος ενός έγκριτου -αν και πολύ αμφιλεγόμενου- περιοδικού. Σύμπτωση;
Αφήνουμε το δεύτερο αφιέρωμα για σχολιασμό σε επόμενο άρθρο και διαβάζουμε στο προοίμιο του πρώτου αφιερώματος:
«…Όταν η ανεργία βαραίνει πάνω στην κατανάλωση και μπλοκάρει την μεγέθυνση, όταν κάθε μέρα εξαφανίζονται θέσεις εργασίας, όταν τα ελλείμματα δεν σταματούν να μεγαλώνουν, θα πρέπει να πιστέψουμε ότι η χώρα είναι καταδικασμένη;».
Για να ακολουθήσουν τα ερωτήματα:
«Πώς να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας χωρίς ανάπτυξη;», «πώς να μειώσουμε τις εισπράξεις από τους φόρους χωρίς να αυξήσουμε τα ελλείμματα;..», «πώς να καλύψουμε το έλλειμμα του προϋπολογισμού χωρίς να ανακόψουμε την οικονομική δραστηριότητα;..», «πώς να πληρωθούν οι συντάξεις χωρίς να πνιγούν τα ενεργητικά των ταμείων;..», «πώς να ισοσκελιστούν οι λογαριασμοί των δημοσίων επιχειρήσεων χωρίς μαζικές απολύσεις» κ.ά.
Η χώρα στην οποία αναφέρεται το πιο πάνω αφιέρωμα δεν είναι η Ελλάδα ούτε η Αργεντινή ή το Μεξικό ή έστω η Ιρλανδία, είναι η Γαλλία. Ο χρόνος δημοσίευσης του αφιερώματος δεν είναι το 2016 ούτε το 1930, είναι το 1996. και το περιοδικό δεν είναι δεξιάς αλλά αριστερής αποκλίσεως: ο Nouvel Observateur (Ν.Ο.).
Σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλα πολλά που σημαδεύουν την ελληνική οικονομία περισσότερο από πολλές άλλες και αφορούν τη σχέση εξωτερικού χρέους κεντρικής κυβέρνησης προς ΑΕΠ, δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων προς καταναλωτικές δαπάνες, σχέση ΑΕΠ βιομηχανικού ή μεταποιητικού τομέα προς ολικό ΑΕΠ κ.ά.
Όμως, στην Ελλάδα του σήμερα, οι κατά τα φαινόμενα κυβερνώντες δεν κωλώνουν κι απαντούν προς δανειστές, αλλά και προς τον λαό, πάλι με ερωτήματα, με αποφάνσεις και, όταν ζορίζονται, με πολιτικά αποφθέγματα. Π.χ.: Πώς να πληρώσουμε τοκοχρεολύσια, αν δεν προηγηθεί μεγέθυνση, που θα χρηματοδοτηθεί από την διατήρηση του επιπέδου κατανάλωσης, ώστε να δημιουργηθεί αύξουσα ζήτηση, η οποία θα προκαλέσει επενδύσεις, ώστε να αυξηθεί το ΑΕΠ, άρα και το φορολογητέο εισόδημα, ώστε να αυξηθούν οι εισπράξεις , για να ισοσκελίσουμε τα ελλείμματα και να ‘μαστε εμείς καλά και εσείς καλύτερα και του χρόνου με υγεία…
Όσα περιγράφονται στο καλό «πριν 20 έτη» αφιέρωμά του Ν.Ο. δεν έγιναν σε κάποιο χρονικό-ιστορικό κενό, έγιναν σε μια εποχή που έπεται του Μάαστριχτ, τότε που ανοίγει ο δρόμος για την οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης μέσω ενός ενιαίου και σκληρού νομίσματος του ευρώ.
Μια εποχή που το σκληρό μάρκο του Τιτμάγερ και η ισχύς της Μπούμπα (BuBa: Μπούντες Μπάνκ) έδειχναν κατά πού θα πάει η ενωμένη, υποτίθεται, μέσω Ευρωζώνης Ευρώπη, μια εποχή που εντείνονταν η αποβιομηχάνιση των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, σε συνάρτηση με την μετεγκατάσταση των βιομηχανικών τους δραστηριοτήτων σε αναδυόμενες χώρες. Αποβιομηχάνιση αντισταθμιζόμενη πρόσκαιρα με την άνευ ορίων παράδοση στην οικονομία των υπηρεσιών και στην επίπλαστη ευημερία της επελαύνουσας καζινοκαπιταλιστικής ουτοπίας. Τότε που επικρατούσε η ψευδαίσθηση ότι η απαλλαγή από το βαρύ μοντέλο του φορδισμού οδηγούσε, αυτόματα, στη μεταφορδική εποχή της ρομποτικής και της μηχανοργάνωσης, εποχή όπου τα «άσπρα κολάρα» της μεταβιομηχανικής χίμαιρας θα αντικαθιστούσαν τα μουτζουρωμένα «μπλέ κολάρα» των βιομηχανικών εργατών και τεχνιτών, εποχή όπου άυλη οικονομία, καταναλωτισμός και εξατομίκευση σχημάτιζαν τους νέους πυλώνες των κακομαθημένων μικρο-μεσαίων και μεγαλοαστικών στρωμάτων των προηγμένων οικονομικά κοινωνιών.
Εκείνη την εποχή των κοσμογονικών αλλαγών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, της ιστορικής ήττας του κρατικο-σοσιαλιστικού αναπτυξιακού δέους και της εξάντλησης της δυναμικής της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας η εύπορη οικονομικά όμως άμορφη πολιτικά και ισχνή γεωστρατηγικά Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα.
Τα προβλήματα αυτής της νέας πραγματικότητας προσέλαβαν τη μορφή κρίσεων διαφορετικού τύπου από αυτήν που γνώρισε ο αναπτυγμένος κόσμος την εποχή του κραχ και οι ευρωπαϊκές χώρες (πλην σε κάποιο βαθμό της Γερμανίας και 2-3 ακόμη) δεν δείχνουν ικανές να τις αντιμετωπίσουν εφαρμόζοντας κάποιες ριζικά διαφορετικές οικονομικές πολιτικές.
Σε αυτά τα ερωτήματα, ειρωνεία τραγική, οι εγχώριοι κυβερνώντες, κάθε λογής, αυτοί που γνώριζε και τούτοι που τώρα γνωρίζει ο δύσμοιρος -αλλ’ όμως συνυπεύθυνος- λαός, καλούνται εις μάτην να δώσουν απαντήσεις. Αν όμως το άρθρο αυτό θα πρέπει να δώσει μιαν επιγραμματική απάντηση αυτή δεν είναι παρά η εξής:
Ο κίνδυνος περαιτέρω φτωχοποίησης του μέσου Έλληνα είναι το μικρότερο κακό.
Το αμέσως μεγαλύτερο είναι ο κίνδυνος εξαθλίωσης ενός κοινωνικά αδύναμου τμήματός του.
Ο μεγάλος κίνδυνος, ωστόσο, προέρχεται από την εκρίζωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, που δεν θα αποκατασταθεί παρά μόνον με αναγωγή του προβλήματος αυτού σε απόλυτη προτεραιότητα…
Ο μέγας, τέλος, κίνδυνος είναι η μετατροπή της Ελλάδας σ’ ένα άμορφο νοτιοευρωπαϊκό κρατίδιο τύπου Μπαχάμες (μπαχαμοποίηση μετά την πολυετή οικονομική, κοινωνική, πολιτική μπαχαλοποίηση), με τους ιθαγενείς κατοίκους της ίσως και ευπορότερους (σε παράδες), αλλά ανεπίστρεπτα φτωχότερους σε ότι σημαίνει συνειδητός, πολιτισμένος λαός και ιστορικό έθνος.
Άλλωστε, οι καθημερινώς εξοβελιστέοι «εξωγενείς παράγοντες» (για λάθος λόγους, πολλές φορές) στο πρόσωπο των Τόμσεν, Λαγκάρντ, Σόιμπλε, Ντάιζεμπλουμ, Γιούνκερ, Σουλτς, και ουκ έστιν τέλος, σε μια τέτοια εξέλιξη δεν θα είχαν ουδεμία αντίρρηση.
*Δρ Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων