Η κυρία Μαρία Καραμανώφ, ε.τ. αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας σήμερα, κέρδισε το κύρος της υπηρετώντας επί χρόνια την Ελλάδα ως ανώτατη δικαστικός που πάντα διέκρινε, πρότασσε και υπερασπιζόταν το δημόσιο συμφέρον. Συνεχίζει δε να υπηρετεί τη χώρα μας παραμένοντας δραστήρια τόσο επιστημονικά όσο και στο επίπεδο των δημόσιων πολιτικών, όντας μεταξύ άλλων ιδρυτικό μέλος και νυν πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος. Στη συνέντευξη που είχε την καλοσύνη να παραχωρήσει στο Δρόμο μας ενημερώνει διεξοδικά για τους σκοπούς, τις μελέτες και τις επιστημονικές αλλά και πολιτικές –με την ευρύτερη έννοια– παρεμβάσεις αυτού του οργανισμού που μοχθεί για μια βιώσιμη κοινωνία. Παράλληλα, η κυρία Καραμανώφ απαντά θαρραλέα στα ερωτήματά μας σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι ανάπτυξη, ποια είναι τα βασικότερα προβλήματα που εντοπίζει σήμερα, και αν υπάρχει πραγματική δυνατότητα διαφορετικής πορείας. Στις αράδες που ακολουθούν υπάρχει πολλή τροφή για σκέψη, αλλά και πολλοί λόγοι για να σταθούμε απέναντι στις πολιτικές μιας ήδη συντελούμενης πολύπλευρης καταστροφής.
Είστε πρόεδρος ενός Επιμελητηρίου που δεν πολυδιαφημίζεται στα λεγόμενα μεγάλα ΜΜΕ, αλλά προσφέρει εδώ και χρόνια πολλά στην κατανόηση βασικών προβλημάτων που ταλανίζουν την πατρίδα μας, και ταυτόχρονα προσανατολίζει σε τρόπους αντιμετώπισής τους με τρόπο που υπηρετεί το κοινό καλό κι όχι τα συμφέροντα ολίγων. Θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο περισσότερο γι’ αυτό;
Το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος ιδρύθηκε το 2001 με σκοπό την καλλιέργεια και διάδοση της επιστήμης της βιώσιμης ανάπτυξης και την εφαρμογή των αρχών της στην πράξη, δηλαδή στις επιμέρους δημόσιες πολιτικές αλλά και στις ιδιωτικές δράσεις. Η ίδρυσή του οφείλεται στη διαπίστωση ότι τα προβλήματα που μαστίζουν σήμερα τον πλανήτη, περιβαλλοντικά και όχι μόνο, έχουν καταστεί εξαιρετικά πολύπλοκα και ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από οξύτατες αξιολογικές συγκρούσεις. Η πολυπλοκότητά τους απαιτεί μια διεπιστημονική προσέγγιση με σύγχρονη μεθοδολογία, η οποία υπερβαίνει τις δυνατότητες των παραδοσιακών στεγανών επιστημονικών κλάδων. Αυτή είναι η συστημική μεθοδολογία, την οποία εφαρμόζει το Επιμελητήριο ακριβώς επειδή διασφαλίζει την εξέταση και ιεράρχηση όλων των πτυχών του δημοσίου συμφέροντος και όχι μόνο ενός, λ.χ. του οικονομικού. Όσον αφορά τη βασική αξιολογική σύγκρουση που μαίνεται σήμερα ανάμεσα στο μοντέλο της απεριόριστης οικονομικής ανάπτυξης από τη μία και τη βιώσιμη ανάπτυξη από την άλλη, η σύγκρουση αυτή έχει μεν επιλυθεί υπέρ της δεύτερης, αλλά μόνο στη θεωρία και στα χαρτιά. Ναι μεν η βιώσιμη ανάπτυξη, δηλαδή η διαφύλαξη του φυσικού, πολιτιστικού και κοινωνικού κεφαλαίου του πλανήτη, είναι νομικά κατοχυρωμένη στο διεθνές και ενωσιακό δίκαιο και στο ίδιο το Σύνταγμά μας, πλην όμως οι αρχές της παρερμηνεύονται και παραβιάζονται συστηματικά. Για την εφαρμογή των αρχών αυτών στην πράξη απαιτείται η εξειδικευμένη γνώση, την οποία καλλιεργεί και διαδίδει το Επιμελητήριο.
Η ανάπτυξη, για να είναι πραγματική και όχι πλασματική, πρέπει να είναι και βιώσιμη, να μην υποσκάπτει δηλαδή από μόνη της τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται
Πώς ξεκίνησε και βάσει ποιων αρχών λειτουργεί το Επιμελητήριο;
Εμπνευστής και πρόεδρος του Επιμελητηρίου επί σειρά ετών ήταν ο αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχαήλ Δεκλερής, στον οποίον οφείλεται η πρωτοποριακή νομολογία του Ε΄ Τμήματος τη δεκαετία 1990-2000 για την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Επισημαίνεται ότι η νομολογία αυτή αναγνωρίστηκε για τον πρωτοποριακό της χαρακτήρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και συνέβαλε αποφασιστικά στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και στην ενδυνάμωση του περιβαλλοντικού κινήματος.
Το Επιμελητήριο διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο, στο οποίο μετέχουν έγκριτοι επιστήμονες, μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και πρώην δικαστικοί λειτουργοί, και υποστηρίζεται από Επιστημονικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από διακεκριμένους επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων (χωροτάκτες, πολεοδόμοι, αρχαιολόγοι, νομικοί, γεωλόγοι, υδρογεωλόγοι, ωκεανογράφοι, δασολόγοι κ.λπ.). Λειτουργεί με τη μορφή αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας, είναι αυτοχρηματοδοτούμενο, στηριζόμενο κατά κύριο λόγο στην εθελοντική προφορά των μελών του, και δεν λαμβάνει επιδοτήσεις ή επιχορηγήσεις από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς. Δεν στηρίζει ούτε στηρίζεται από πολιτικές οργανώσεις και φορείς, διότι το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του δεν είναι η στενώς εννοούμενη πολιτική, αλλά η δημόσια πολιτική, δηλαδή ο επιστημονικός χειρισμός και επίλυση των δημοσίων προβλημάτων με κριτήριο τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Είναι δηλαδή ένας οργανισμός που λειτουργεί κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο;
Δεν θα το έλεγα, διότι χαρακτηριστικό της δράσης του Επιμελητηρίου είναι ότι η καλλιέργεια και διάδοση της επιστήμης δεν περιορίζεται σε θεωρητικό πλαίσιο, αλλά αποσκοπεί στην πρακτική εφαρμογή της σε όλο το φάσμα των προβλημάτων βιωσιμότητας. Το Επιμελητήριο παρέχει τις υπηρεσίες του με τη μορφή γνωμοδοτήσεων, δημόσιων παρεμβάσεων, επιστημονικών σεμιναρίων κ.λπ. προς κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο που ενδιαφέρεται για τη βιώσιμη ανάπτυξη: περιβαλλοντικούς φορείς και οργανώσεις, Δήμους και Περιφέρειες, δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς κ.ά. Κατά την 20ετή και πλέον λειτουργία του το Επιμελητήριο τοποθετείται δημόσια σε επίμαχα νομοσχέδια και άλλες δημόσιες αποφάσεις που αφορούν το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον της χώρας (χωροταξικό σχεδιασμό, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, διαχείριση υδάτων και αποβλήτων, τουρισμό, προστασία δασών, ακτών, μικρών νησιών και ευαίσθητων οικοσυστημάτων, εξορύξεις, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.). Διεξάγει εκπαιδευτικά σεμινάρια για νομικούς αλλά και για το ευρύ κοινό με αντικείμενο την εφαρμογή της συστημικής μεθοδολογίας και των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης στη διαδικασία λήψεων αποφάσεων για τα δημόσια προβλήματα. Για παράδειγμα, σε συνεργασία με την UNEP (Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών) πραγματοποίησε 20 κύκλους σεμιναρίων στα οποία συμμετείχαν περισσότερα από 1.500 άτομα. Έχει εκπονήσει εκατοντάδες γνωμοδοτήσεις που αφορούν περιβαλλοντικά προβλήματα σε ολόκληρη τη χώρα και έχει οργανώσει, σε συνεργασία και με άλλους επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σειρά επιστημονικών εκδηλώσεων για τα προβλήματα αυτά. Πρόσφατα παραδείγματα, η ημερίδα που συνδιοργανώθηκε με τη συνεργασία της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. (Εργαστήρια Αστικού Περιβάλλοντος και Χωροταξικού Σχεδιασμού), με θέμα την ιδιωτικοποίηση του χωρικού σχεδιασμού και αντικείμενο την εξέταση των προβλημάτων που προκαλεί το φαινόμενο της δωρεάς προς το κράτος χωρικών μελετών και σχεδίων, η διεπιστημονική ημερίδα «Υδατοκαλλιέργειες στις ελληνικές ακτές, κατάληψη χωρίς όρια;», που οργανώθηκε με τη συνεργασία των ενδιαφερομένων Δήμων και του Πανελλήνιου Δικτύου για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τις υδατοκαλλιέργειες, ενώ επίκειται και η διοργάνωση διεπιστημονικής εκδήλωσης για το φαινόμενο της καταστροφής των μικρών νησιών από τον υπερτουρισμό και άλλες δραστηριότητες.
Όλα αυτά συνιστούν ένα όντως εντυπωσιακό σύνολο παρεμβάσεων μεγάλου εύρους, που δίνουν όμως την αίσθηση μιας κριτικής στάσης απέναντι σε αυτό που οι σύγχρονες πολιτικές ηγεσίες διαφημίζουν ως ανάπτυξη…
Είναι γεγονός ότι τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, και ιδίως μετά το 2010, δόθηκε μονόπλευρη και σπασμωδική, θα έλεγα, έμφαση στην απεριόριστη ανάπτυξη και την προσέλκυση κάθε είδους επενδύσεων ως το μοναδικό αντίδοτο στη μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση. Λησμονήθηκε εντελώς ότι η ανάπτυξη, για να είναι πραγματική και όχι πλασματική, πρέπει να είναι και βιώσιμη, να μην υποσκάπτει δηλαδή από μόνη της τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται. Στη χώρα μας ειδικά, η διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος και της φυσιογνωμίας της δεν διασφαλίζει μόνο την οικολογική της βιωσιμότητα, αλλά αποτελεί και το σημαντικότερο συγκριτικό της πλεονέκτημα σε βάθος χρόνου.
Δυστυχώς η χώρα μας, μολονότι έχει κατοχυρώσει, σε συνταγματικό μάλιστα επίπεδο, την υποχρέωση προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και την εφαρμογή των αρχών της αειφορίας (άρθρο 24 του Συντάγματος), ακολουθεί μια πορεία εντελώς αντίθετη, η οποία οδηγεί με ραγδαίους ρυθμούς σε ανεπανόρθωτες καταστροφές. Όλες οι δημόσιες πολιτικές διαχειρίζονται την ελληνική φύση –ακτές και θάλασσες, ορεινούς όγκους, δάση και οικοσυστήματα, βιοποικιλότητα, ύδατα, ποτάμια και ρέματα, ελεύθερο έδαφος και τοπίο– όχι ως πολύτιμο διαφυλακτέο κεφάλαιο και πηγή ζωής για τις επόμενες γενιές, αλλά ως φθηνό οικονομικό πόρο που παραδίδεται άνευ όρων στη λεηλασία παντός ενδιαφερομένου.
Η εικόνα της Ελλάδας που κατασκευάζεται τη στιγμή αυτή, με τρόπο βίαιο και ερήμην των κατοίκων της, είναι ζοφερή. Και το ερώτημα είναι, αυτήν την Ελλάδα θέλουμε;
Θα θέλατε να γίνετε πιο συγκεκριμένη;
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός, ο οποίος επιβάλλεται από το Σύνταγμα για τη διασφάλιση της ορθολογικής, ισορροπημένης και βιώσιμης κατανομής των δραστηριοτήτων στη χώρα, έχει μεταλλαχθεί σε εργαλείο για την πραγματοποίηση και νομιμοποίηση κάθε κοντόφθαλμου επιχειρηματικού εγχειρήματος, ανεξάρτητα από τις περιβαλλοντικές του συνέπειες. Οι καταστροφικές συνέπειες είναι πλέον ορατές παντού. Στα βουνά, όπου ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά αντικαθιστούν τα δάση και τα οικοσυστήματα, στα καμένα, τα οποία αντί για αναδάσωση παραδίδονται στην «αξιοποίηση» με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και κάθε είδους δραστηριότητες, στις θάλασσές μας, που μετατρέπονται σε βιομηχανικές ζώνες για να φιλοξενήσουν εξορύξεις υδρογονανθράκων, υπεράκτια αιολικά πάρκα και εντατικές ιχθυοκαλλιέργειες. Ανάμεσά τους μεσολαβούν θύλακες υψηλού τουρισμού που καταστρέφουν το τοπίο και ταυτόχρονα καθιστούν απροσπέλαστες στο κοινό τις ωραιότερες περιοχές και παραλίες που απομένουν.
Στην υπόλοιπη χώρα, ο πρωτογενής τομέας καταπίνεται από τον μαζικό τουρισμό και την άναρχη και εντατική δόμηση. Οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες ολοκληρώνουν κάθε χρόνο την περιβαλλοντική μας καταστροφή και, αντί για σήμα κινδύνου, εκλαμβάνονται ως «ευκαιρίες» που απελευθερώνουν το πεδίο για την επανάληψη λαθών ακόμα χειρότερων από τα προηγούμενα. Αγρότες και κτηνοτρόφοι εκδιώκονται μαζικά από τη γη τους, παίρνοντας μαζί τους οποιαδήποτε ελπίδα της χώρας για αυτάρκεια και επιβίωση στους δύσκολους καιρούς που έρχονται. Όλες αυτές οι πολιτικές γίνονται στο όνομα μιας ανάπτυξης η οποία, χωρίς να λύνει κανένα πρόβλημα, ρυπαίνει, εξαφανίζει κάθε σπιθαμή ελεύθερου εδάφους και κάθε υπόλειμμα βιοποικιλότητος, επιδεινώνοντας έτσι δραματικά τους τρεις σημαντικότερους παράγοντες που ευθύνονται για την παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση.
Όσα επισημαίνετε σχηματίζουν μια σκοτεινή εικόνα που, δυστυχώς, αντανακλά μια πραγματικότητα την οποία όλοι διακρίνουμε ή βιώνουμε – και η οποία φαίνεται να μας σπρώχνει στο σημείο της μη επιστροφής… Εσείς ποιο πρόβλημα εντοπίζετε ως κομβικό;
Επιγραμματικά θα έλεγα ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της χώρας είναι η ραγδαία μετάλλαξη της ταυτότητάς της σε όλα τα πεδία: περιβαλλοντικό, οικονομικό, κοινωνικό. Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι η ταυτότητα της χώρας μας είναι δεδομένη και συνταγματικά κατοχυρωμένη. Πρόκειται για ένα δημοκρατικό Κράτος Δικαίου και Πρόνοιας το οποίο υποχρεούται να διαφυλάσσει το πολιτιστικό και φυσικό του περιβάλλον, να εξασφαλίζει στους πολίτες του αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης και να τους παρέχει όλες τις αναγκαίες προς τούτο δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, παιδεία, πρόνοια, κοινωνική ασφάλιση, εργασία, μέριμνα για τους ενδεείς, πάσχοντας και αδυνάτους κ.λπ.). Ένα κράτος στο οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 106 του Συντάγματος, η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας.
Σήμερα είναι πλέον φανερό ότι οι δημόσιες πολιτικές μας, αντί να προσεγγίζουν το συνταγματικό αυτό πρότυπο, απομακρύνονται όλο και περισσότερο από αυτό. Το πρόβλημα όμως δυστυχώς δεν εξαντλείται εδώ, δηλαδή σε αυτά που συμβαίνουν στο παρόν και ταλαιπωρούν τους πολίτες. Οι συνέπειες των πολιτικών αυτών και οι αλλαγές που επιφέρουν στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον της χώρας θα φανούν με ιδιαίτερη οξύτητα στο άμεσο και απώτερο μέλλον, το οποίο υποθηκεύεται ανεπανόρθωτα. Οποιαδήποτε αλλαγή πορείας προς ένα βιώσιμο μοντέλο, ακόμα και αν κάποια στιγμή καταστεί επιθυμητή ή αναγκαία, θα είναι πλέον αντικειμενικά ανέφικτη, στερώντας τις επόμενες γενιές από κάθε δικαίωμα επιλογής.
Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η συστηματική υποβάθμιση της ελληνικής φύσης είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια περιβαλλοντική καταστροφή. Συνιστά αλλοίωση της ίδιας της ταυτότητας της χώρας και των χαρακτηριστικών του πολιτισμού της. Ενός πολιτισμού που διδάχθηκε και εμπνεύσθηκε από τη φύση και αποτύπωσε την ομορφιά, την αρμονία και τη λιτότητά της στα καλλιτεχνικά και επιστημονικά του επιτεύγματα. Η εικόνα της Ελλάδας που κατασκευάζεται τη στιγμή αυτή, με τρόπο βίαιο και ερήμην των κατοίκων της, είναι ζοφερή. Και το ερώτημα είναι, αυτήν την Ελλάδα θέλουμε; Αλλά και αν υποθέσουμε ότι έχουμε προς στιγμήν χάσει την αίσθηση του μέτρου, του κινδύνου, της λογικής, της αισθητικής και της ευθύνης για τις επόμενες γενιές και πράγματι αυτή είναι η επιθυμία μας, έχουμε το ηθικό και νομικό δικαίωμα έναντι του παρελθόντος και του μέλλοντος να την πραγματοποιήσουμε;
Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος
To Επιμελητήριο έχει ως αποστολή την παραγωγή και διάδοση επιστημονικής γνώσεως και πολιτικής για το Περιβάλλον και την Βιωσιμότητα, με σκοπό την πραγμάτωση της Βιώσιμης Κοινωνίας, σύμφωνα με τις αρχές της Παγκόσμιας Διάσκεψης του Ρίο (1992) και της Agenda ’21.
info: www.environ–sustain.gr και www.facebook.com/EpimeltirioPerivallondos