Ο Μιχάλης Κρόκος, συγγραφέας, και λογοτεχνικό alter ego του Μάκη Μαλαφέκα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο «Δε λες κουβέντα» (Εκδόσεις Μελάνι, Ιούνιος 2018). Στο νέο μυθιστόρημα, τη «Μεσακτή», ο Κρόκος περνάει τις μέρες του καλοκαιριού στην Ικαρία με σκοπό τη συγγραφή μιας ιστορίας «κυρίως: με σέρφερ». Αυτό τουλάχιστον, του είχε παραγγείλει ένας παλιός του φίλος και εκδότης. Εκεί, ανάμεσα σε μπλουζάκια Sankt Pauli, Φοξβάγκεν με ζωγραφισμένα λουλούδια, κάγκουρες με ρακέτες, μπραντς τυραύγουλα και κέικ καρότου, θεριακλίδικα και φιλοσοφημένα τραπέζια πανηγυριού, μέντος και Ίνσταγκραμ, θα ερωτευτεί μια φωτογραφία. Ένας ανεξήγητος πνιγμός θα περιπλέξει τα πράγματα και η «φάση» θα αποκαλύπτεται διαρκώς λιγότερο ανάλαφρη.
Ο Κρόκος γνωρίζει πολύ καλά τη «φάση», είναι προφανές. Όμως τη χλευάζει ή φοβάται και λίγο μήπως είναι κομμάτι της;
Τη γνωρίζει αναγκαστικά στον βαθμό που τη γνωρίζει, ή που την αναγνωρίζει, ο αναγνώστης. Η λέξη «φάση» είναι ένα ξεχειλωμένο σύμβολο για την σύγχρονη μετριότητα, για τη μίμηση της πραγματικότητας, της ίδιας της έννοιας της εμπειρίας. Ο κεντρικός ήρωας σερφάρει θέλοντας και μη πάνω στα όρια της «φάσης» των άλλων και στο αχανές πεδίο της πραγματικότητας. Είναι κι αυτός ένας σέρφερ.
Γιατί αφιερώνεις το βιβλίο στους μόνιμους κατοίκους Ικαρίας; Μήπως επειδή είναι λιγότερο «χυλός», πιο σταθεροί στο χρόνο και στον τόπο τους;
Όχι δεν αποτελεί έπαινο αυτή η αφιέρωση, ούτε φόρο τιμής σε κάποια καλώς ή κακώς εννοούμενη ποιότητα ή «αυθεντικότητα» – άλλη μία ξεχειλωμένη έννοια. Η «Μεσακτή» αφιερώνεται στους Ικαριώτες γιατί ένα μέρος αυτής της ιστορίας είναι εν δυνάμει ιδωμένο απ’ τη δική τους υποκειμενική οπτική γωνία. Είναι μια αναγνώριση αυτή από πλευράς αφηγητή, όποιος κι αν είναι αυτός ανάμεσα στον Κρόκο και στον Μαλαφέκα.
Νομίζω πως τρολάρεις διαρκώς τους ήρωες σου. Κανείς δεν είναι φοβερός τύπος. Και μάλλον κανείς δεν είναι και εντελώς ειλικρινής. Παίζεται διαρκώς ένα θεατράκι;
Ναι, γιατί δεν ξέρω πόσο ενδιαφέρον θα είχε μια ιστορία με φοβερούς τύπους, απολύτως ακέραιους, ηθικούς, έχοντες δίκιο, καλό γούστο, κ.λπ. Τους τρολάρω όσο πρέπει ώστε να μπορούμε να μπούμε οριακά στη θέση τους. Παραπάνω, θα διέλυε την ισορροπία του κειμένου, και την ειλικρίνειά του. Που είναι το ίδιο πράγμα. Και λιγότερο, θα την καταργούσε.
Αν αδειάσει η Ικαρία, μικρή σημασία έχει το τι φυλές θα μαζεύει τα καλοκαίρια. Το ίδιο και οι γειτονιές. Είναι αυτό το «από τα μέσα», το «από το μεδούλι» που γράφεις;
Είναι λεπτό αυτό το θέμα. Οι νέες φυλές του καλοκαιριού, όπως και αυτές της πόλης – γιατί είναι οι ίδιες φυσικά – λειτουργούν βαμπιρικά ως προς οποιαδήποτε προηγούμενη κατάσταση. Το περιστατικό, ας πούμε, της διήγησης ενός μπάρμαν της Μεσακτής, του «Νίκου», που εξηγεί ότι οι φασαίοι είναι η νέα πανούκλα κι ότι πλέον «έχουμε νοσταλγήσει τους παλιούς καλούς γκρούβαλους», είναι κάτι που ακούω εδώ και δυο-τρία χρόνια. Ξέρεις, λέγεται ότι η Ικαρία, όπως και κάποια άλλα νησιά του Αιγαίου, σχεδόν έχασε όλο τον πληθυσμό της κατά τον 16ο αιώνα λόγω της πειρατείας. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν έχουμε μαρτυρίες για μόνιμο πληθυσμό εκεί. Και όμως, στην πραγματικότητα, οι κάτοικοι την έβγαλαν καθαρή γιατί αποτραβήχθηκαν στην ενδοχώρα, στα ορεινά, κι έφτιαξαν οικισμούς με μοναδικό μέλημα να μην φαίνονται από τη θάλασσα. Σε ένα τέτοιο, σύγχρονο μέρος εκτυλίσσεται κι ένα μεγάλο κεφάλαιο της «Μεσακτής», όταν ο Κρόκος χάνει τον δρόμο του απομακρυνόμενος από ένα πανηγύρι.
Η λέξη «φάση» είναι ένα ξεχειλωμένο σύμβολο για την σύγχρονη μετριότητα, για τη μίμηση της πραγματικότητας, της ίδιας της έννοιας της εμπειρίας
Τους ζωντανεύει όλους πολύ ο τρόπος που γράφεις ή είναι επειδή είμαστε συνομήλικοι και τους έχω έτσι κι αλλιώς μπροστά μου;
Ο τρόπος που γράφω ζωντανεύει πρωτίστως εμένα τον ίδιο, κι ύστερα ακολουθούν, όσο ακολουθούν, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες. Είναι και ο μόνος τρόπος να φτιάξεις ζωντανούς χαρακτήρες: να είσαι όσο γίνεται ζωντανός εσύ. Αλλά ναι, έχεις δίκιο, όλοι οι ήρωες του βιβλίου είναι φτιαγμένοι με σκοπό να είναι όσο πιο τρισδιάστατοι και σύγχρονοι γίνεται, κυρίως μέσα από τον ρεαλιστικό και πιστευτό διάλογο. Να έχουν τη δική τους, πραγματική φωνή, τον δικό τους λόγο, με το λιγότερο δυνατό φτιασίδωμα.
Ζεις αρκετά χρόνια στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Πες μας για ανάλογες στιγμές συνύπαρξης εκεί: «Κυριλέ άτομα με μπλε πουκάμισα slim fit και Delsey με ροδάκια, παπάκια, δυο Καβασάκι Νίντζα… πέντε εικοσάρες με μπικίνι, η μία να αλλάζει καθώς περπατάει». Υπάρχει τέτοιο χαρμάνι ή είναι ελληνικό φαινόμενο;
Αυτά είναι εικόνες της Ελλάδας. Δικές μας, δεν μας τις παίρνει κανείς. Μπορείς φυσικά να βρεις αντίστοιχες εικόνες στην Ευρώπη όπως και σε όλες τις γωνιές του κόσμου, εφόσον ό,τι είναι βαθιά αληθινό και ανθρώπινο στη ρίζα του είναι ταυτόχρονα και οικουμενικό. Μπορείς δηλαδή να βρεις εικόνες και καταστάσεις που να σου δημιουργούν αντίστοιχα συναισθήματα, το λαϊκό-κοινωνικό ανακάτεμα, το τσίρκο, η γεύση και το χρώμα του κιτς, η υπέροχη προσβλητικότητά του… Στη διάρκεια του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία, για παράδειγμα, έβλεπες εικόνες και σκηνές μιας χώρας και ενός λαού που πίστευες ότι ανήκουν για πάντα στο μουσείο του λαϊκού γαλλικού σινεμά του ’50 και του ’60…
Ο Νίκος εκτιμά ότι τα τουρκικά F-16 που σηκώνονται κάθε φορά που ο Καμμένος πατάει το πόδι του στην Ικαρία, είναι «συνεννοημένα πράγματα», «βάσει κοινού λειτουργικού πρωτοκόλλου», κ.λπ. Αν υποθέσουμε ότι παύουν να είναι συνεννοημένα, πώς πιστεύεις ότι θα αντιδράσει ο Νίκος;
Ο Νίκος είναι ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά του μυθιστορήματος. Είναι ο μπάρμαν στο τελευταίο μπαράκι στην άκρη του σύμπαντος. Αυτός που σου λέει πώς έχει το θέμα. Τα F-16 που αυτός κι ο Κρόκος παρατηρούν να πετούν πάνω απ’ τη Μεσακτή σε μια στιγμή, ο καθένας από διαφορετική θέση, ίσως και να οριοθετούν τελικά αυτό το σύμπαν. Hic sunt dracones έλεγαν οι παλιοί χάρτες εκεί που τέλειωνε η χαρτογράφηση του κόσμου, αλλά και του νου: Από δω και πέρα, έχει δράκους. Το πώς θα αντιδράσει ο καθένας μπροστά στον δράκο, είναι δύσκολη ερώτηση. Συχνά δεν έχει σχέση με αυτό πιστεύουμε, ή με αυτό που θα αφήναμε να μας πει η αρχική μας εκτίμηση.
«Άλλα δύο-τρία καλοκαίρια μας έμειναν»
Ένα μικρό απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Μ. Μαλαφέκα
«Αλλά όλοι αυτοί δεν έχουν καταλάβει πού πάει το πράγμα» είπε ο Νίκος σερβίροντας τη βότκα. «Πού πάει το πράγμα;» ρώτησα. «Προς το τέλος. Και γρήγορα. Όλα αυτά που βλέπεις, ό,τι βλέπεις, θα χαθεί. Το πράγμα στερεύει από μέσα». «Εννοείς αυτά για την κλιματική αλλαγή;» είπε ο ένας απ’ τους δύο στη μπάρα. Ο άλλος κάρφωνε ανέκφραστος τα μπουκάλια του μπαρ. «Ναι, η κλιματική αλλαγή…» είπε ο Νίκος κουνώντας το κεφάλι. «Πριν την κλιματική αλλαγή, έχεις το κούφιο υπέδαφος με όλο τον ορυκτό πλούτο που έχει τελειώσει, μιλάμε μηδέν, κι άσε τους άλλους να ψάχνουν για χρυσάφι στις Σκουριές και μάρμαρο στις Κυκλάδες… Και πριν το υπέδαφος, έχεις την κοινωνία, φίλε μου. Τους ανθρώπους. Ξέρεις, αυτό πάει περίπατο μόνο μία φορά. Δεν ξανάρχεται μετά. Τέλος. Άλλα δύο-τρία καλοκαίρια μας έμειναν. Ξεραίνονται όλοι. Και όλα. Δεν το βλέπεις; Άντε γεια. Όσοι μπορούν, φεύγουν, κι όσοι μένουν γίνονται ρεσεψιονίστες. Και “μπαρίστα”. Έχουν εκεί τα παιδάκια και τα παραμυθιάζουν ότι παίζουν σε σειρά στο Νέτφλιξ, ότι είναι ξέρω ‘γω στο Μπρούκλιν, και σε ρωτάνε “Αιθιοπία ή Γουατεμάλα”, κι εσύ τους λες δεν με νοιάζει φίλε, δεν ξέρω, κι αυτοί σου απαντάνε…».