Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή*
Σε άμεση σχέση με την επικαιρότητα, η Πλατεία Αμερικής, δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Σακαρίδη, απέσπασε στο τελευταίο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τρεις συνολικά διακρίσεις: Βραβείο FIPRESCI, Ειδικό Βραβείο Επιτροπής (Βραβεία Νεότητας) και Ειδική Μνεία στον ηθοποιό Βασίλη Κουκαλάνι. Πρόσφατα κέρδισε και Βραβείο Ίρις Καλύτερου Μοντάζ (Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου).
Εμπνευσμένος από το βιβλίο του Γιάννη Τσίρμπα, ο Σακαρίδης συνδιαμορφώνει μαζί του το σενάριο, με τις παράλληλες τροχιές τριών πρωταγωνιστών, στην ίδια αθηναϊκή γειτονιά. Του ρόκερ Μπίλι, ιδιοκτήτη μπαρ και καλλιτέχνη τατουάζ, που προσπαθεί να απεμπλέξει από τον προαγωγό της μια τραγουδίστρια αφρικανικής καταγωγής, που ερωτεύθηκε. Ο φίλος του Νάκος, 38χρονος άνεργος, αποδεικνύεται ακραιφνής ρατσιστής, ενώ ένας ταλαίπωρος Σύριος, προσπαθεί να φύγει για Γερμανία, μαζί με την κορούλα του. Στην ταινία απαθανατίζονται οι κατειλημμένες από μετανάστες πλατείες του κέντρου της Αθήνας, με το περίφημο σιντριβάνι της πλατείας Αμερικής, αποτυπωμένο σε τατουάζ, στο μπράτσο του ήρωα, να αποκτά σαρκαστική αίσθηση σουρεαλιστικού φετίχ.
Μπολιασμένος από το βρετανικό σινεμά κοινωνικών αιχμών, ο 49χρονος Σακαρίδης αναπτύσσει έναν ανθρωποκεντρικό ρεαλισμό, με αληθοφανείς διαλόγους γεμάτους χιούμορ και ειρωνεία. Σε εκτός κάδρου μονόλογους καυτηριάζει την τρέχουσα πραγματικότητα και πλάθει τις συνειδήσεις των πρωταγωνιστών. Την ισορροπημένη δραματουργική δόμηση των εξαιρετικά ερμηνευμένων χαρακτήρων, ενισχύει η πρωτότυπη μουσική του Μίνωα Μάτσα.
Συναντήσαμε τον Γιάννη στο φιλόξενο φουαγιέ του κινηματογράφου Άστορ, στη στοά Κοραή.
Τόσο στην πρώτη ταινία σου Wild Duck (2013), όσο και στην Πλατεία Αμερικής είναι έκδηλη η διάσταση κοινωνικής διαμαρτυρίας. Επιρροή της 18χρονης θητείας σου ως μοντέρ στην Αγγλική τηλεόραση ή και προσωπική σου πολιτική θέση;
Ένας θείος μου, που συμμετείχε στην Αντίσταση και τήρησε καταπληκτική πορεία μέχρι βαθιά γεράματα, είναι ο κύριος εμπνευστής των αξιών μου για δικαιοσύνη και εντιμότητα. Από τους γονείς μου έμαθα να αγωνίζομαι για την ελευθερία και στην Αγγλία σπούδασα το πολιτικοποιημένο κομμάτι του σινεμά, σε φυλετικά θέματα. Δούλεύοντας ως μοντέρ σε κοινωνικά και ακτιβιστικά ντοκιμαντέρ, σίγουρα έχω επηρεαστεί από σκηνοθέτες όπως οι Κεν Λόουτς και Μάικλ Λι, όταν έβγαινα στο Σόχο. Πάντα με συγκινούσαν οι πολιτικές ταινίες της δεκαετίας του ’70, με τον Γαβρά μεγάλο ήρωά μου, ενώ προσπαθώ να βρω μια φόρμα στα χνάρια των καθηγητών μου, που νοιάζονταν να «φτιάξουν» αριστερούς. Ενδιαφέρομαι για ένα σινεμά με κάποιες αξίες, αλλά εύπεπτο. Θαυμάζω τον Μίκη Θεοδωράκη, που κατάφερε να κατεβάσει στον κόσμο Σεφέρη και Ελύτη, παντρεύοντάς τους με το μπουζούκι και τον Μπιθικώτση, με μουσική που τραγουδήθηκε από δεξιούς και αριστερούς. Μ’ ενδιαφέρει το ανθρωποκεντρικό πολιτικό σινεμά, που είναι γρήγορο, έχει πυκνότητα, χιούμορ, όμορφους κινηματογραφικούς ηθοποιούς, παρότι κάποιοι το θεωρούν μπανάλ.
Γιατί σε ενέπνευσε το βιβλίο του Γιάννη Τσίρμπα και πώς εμπλέκεται στο σενάριο ο Βαγγέλης Μουρίκης;
Με τον Βαγγέλη γνωριστήκαμε όταν δούλευα ως μοντέρ στον Βασιλιά του Γραμματικού. Το 2006, ενώ ήμουν ακόμα στην Αγγλία, κάναμε μαζί την μικρού μήκους Η Αλήθεια. Δεν πραγματοποιήθηκαν όλα τα σχέδιά μας. Στη νουβέλα του Τσίρμπα βασίστηκε εξολοκλήρου ο χαρακτήρας του Νάκου, γιατί ο τρόπος αποτύπωσης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας δίνεται με χιούμορ, όπως είχα συνηθίσει με φίλους Τούρκους, Τζαμαϊκανούς και Κινέζους, στο πολυπολιτισμικό Λονδίνο. Μαζί αναπτύξαμε και τους άλλους δύο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες.
Γιατί σε απασχολεί να αναδείξεις τους μηχανισμούς διαμόρφωσης του «χρυσαυγίτη της διπλανής πόρτας»;
Θέλαμε να δούμε τον Νάκο, έναν μπανάλ ρατσιστή, με ανθρώπινο, τρυφερό τρόπο. Πολλοί έχουμε διαπιστώσει μια τέτοια μετάλλαξη σε φίλους ή συμμαθητές. Οι ρατσιστές δεν γεννιούνται, γίνονται κατά την πορεία της ζωής τους ή από έλλειψη παιδείας και παραστάσεων. Ο Τσίμπρας, καθηγητής πολιτικών επιστημών, επισήμανε πετυχημένα ότι ο Νάκος θέλει την πλατεία όπως όταν ήταν μικρός. Επιδιώκαμε να βάλουμε τους χαρακτήρες στην ίδια πολυκατοικία, σε μια υποθετική κατάσταση, ώστε να παρακολουθήσουμε πώς μπορεί κάποιος να καταφύγει σε ακρότητες.
Έστρεψες την κάμερά σου στις κατακλυσμένες από μετανάστες πλατείες της Αθήνας. Μπορεί το σινεμά να παίξει το ρόλο καταγραφέα του κοινωνικού γίγνεσθαι;
Το γύρισμα στην πλατεία Βικτωρίας ήταν προγραμματισμένο, αλλά πετύχαμε το κύμα μεταναστών, τέλος ’15 – αρχές ’16, οπότε τα πλάνα είναι αυθεντικά. Πιστεύω πολύ στη μίξη ντοκιμαντέρ-φιξιόν, ως τρόπο αφήγησης και κινηματογράφησης. Χρησιμοποιώντας ανθρώπους, που αυτό που κάνουν στην ταινία είναι αυτό που κάνουν και στη ζωή, δανείζομαι στοιχεία ντοκιμαντέρ στη μυθοπλασία.
Σκηνοθετικά υιοθετείς ένα συμβατικό ρεαλισμό, βασισμένο κυρίως στους χαρακτήρες και τους ηθοποιούς, εντούτοις υπάρχουν πλάνα που δίνουν στυλιστικό στίγμα, όπως οι εμπνευσμένες εναέριες λήψεις και τα πλάνα κάτοψης.
Ο καλύτερος τρόπος να απεικονίσεις τα σύνορα είναι με τα κάθετα πλάνα. Θέλαμε να δούμε κάποια πράγματα όπως τα βλέπεις από ψηλά, όπως στο google earth. Δεν έχω όμως κάποιο στυλιστικό δόγμα, κάθε φορά χρησιμοποιώ όποιον κινηματογραφικό τρόπο θεωρώ κατάλληλο.
Πώς επέλεξες τους ηθοποιούς και πώς δούλεψες μαζί τους;
Δουλεύω με έναν τρόπο αβανγκάρντ βιογραφίας. Ο ηθοποιός επηρεάζεται απ’ τον χαρακτήρα του και αντίστροφα, ενσωματώνουμε στο ρόλο προσωπικά στοιχεία του ηθοποιού. Όταν γνώρισα τον Βασίλη Κουκαλάνι, προσάρμοσα το ρόλο του Σύριου στην ηλικία του, αλλάζοντας ριζικά την ιστορία. Από τη στιγμή που ο Μουρίκης δεν θα ενσάρκωνε τον Τατού Άρτιστ, επέλεξα τον Γιάννη Στάνκογλου, με το λούκ, αλλά και το βάθος σκέψης, που έφερνε από το θέατρο. Με τον Μάκη Παπαδημητρίου, που τον θεωρώ «τζίνιους», βρεθήκαμε μετά το Suntan, διάβασε το βιβλίο, το κατάλαβε καλύτερα από μένα, το συζητήσαμε και αποφασίσαμε με τον Τσίρμπα ότι θα ενσαρκώσει τον Νάκο.
Πώς σχολιάζεις την πρωτότυπη μουσική του Μίνωα Μάτσα, πότε σε ρυθμούς ταγκό και πότε με ρυθμικά κρουστά και παραδοσιακό ηχόχρωμα λύρας, αλλά και το κομμάτι γαλλικού μπαρόκ του Μαρέν Μαρέ στην αρχή της ταινίας, καθώς και την επιτυχία της Νίνα Σιμόν Sinner man;
Από κάποια μουσικά προσχέδια για θεατρικές παραστάσεις που δεν προχώρησαν και ήμουν σίγουρος ότι μπορούν να αξιοποιηθούν, ο Μίνως έκανε μια επιλογή, βάζοντας και δικά του στοιχεία, οπότε συνειδητοποίησα τις ικανότητές του. Στο μοντάζ έβαλα τις μουσικές του. Ήταν η πρώτη φορά που δούλεψα με κάποιον τελικό μοντάζ, ως σκηνοθέτης. Η μουσική του ήρθε κι έκατσε. Το ταγκό, σύνθεση του Μίνου από τη θεατρική παράσταση που έπαιζε ο Παπαδημητρίου, αποτέλεσε το μουσικό θέμα του Νάκου, ακολουθώντας τον ρυθμό που πηγαινοέρχεται. Το μπαρόκ, διασκευή του Μίνου, ακούγεται στο πατάρι του Μπίλι και δούλεψε ως μουσική της ταινίας. Το επίσης αγαπημένο μου πολιτικοποιημένο κομμάτι Sinner man, παραδοσιακό αφρικανικό εκκλησιαστικό που το έκανε διάσημο η Νίνα Σιμόν το ’60, έχει σχέση με τον χαρακτήρα της Τερέζας (Ξένια Ντάνια) που την επέλεξα μόλις την ανακάλυψα να τραγουδάει Νίνα Σιμόν, σε ένα φεστιβάλ δεύτερης γενιάς μεταναστών στο Γκάζι.
Στην ταινία απεικονίζεται συχνά η Χέυδεν, δεν υπάρχει όμως αναφορά στην κατάληψη της Βίλα Αμαλία, που μέχρι το 2012 είχε ισχυρή αντιφασιστική παρουσία.
Στη γωνία Χέυδεν και Αχαρνών, όπου κάναμε το γύρισμα, είναι η πολυκατοικία στην οποία έχει μεγαλώσει ο Γιάννης Τσίρμπας, με τους συγκεκριμένους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων για τους οποίους γράφτηκε ουσιαστικά το βιβλίο. Δεν βοήθησε όμως η χρονική συγκυρία να αποτυπώσουμε τη Βίλα Αμαλία όπως ήταν, καθώς μόλις την είχαν ανακαινίσει.
* H Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com