Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου στο ελληνικό σχολείο, τέλη της δεκαετίας του ’50, υπήρχε μια σαφής κατεύθυνση στην ιστορική προπαγάνδα που βασικό στόχο είχε να εκτρέψει τη βιωματική αντίθεση του μαθητή και των γονιών μακριά από τους ενεργούς εχθρούς της χώρας.

Την ώρα που οι Εγγλέζοι αποικιοκράτες έστηναν στα εκτελεστικά αποσπάσματα ή έκαιγαν ζωντανούς με φλογοβόλα και χειροβομβίδες τους αγωνιστές που θυσιάζονταν για την ανεξαρτησία της Κύπρου, στους τοίχους του δημοτικού σχολείου φιγουράριζαν ζωγραφιές που απεικόνιζαν τους Τούρκους με σαρίκια, μακριές επιθετικές μουστάκες και αιματοβαμμένες χαντζάρες, ως μοναδικούς και αιώνιους εχθρούς του έθνους. Εικόνες που πλαισίωναν τις αφηγήσεις για γεγονότα που είχαν γίνει το 1821 και ανανέωναν και επικαιροποιούσαν την εχθρότητα ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους μέσα στον πυρήνα της εθνικής συνείδησης. Ακόμα κι αυτό, όμως, γινόταν επιλεκτικά.
Όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και υποβαθμισμένα πέρασαν τα Σεπτεμβριανά του 1955, που ήταν πάρα πολύ πρόσφατα, κι ας είχαν σημάνει πέρα, από τις ανεπανόρθωτες υλικές καταστροφές, την αρχή του καθολικού ξεριζώματος του Ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη, θύμα του οποίου ήταν και η δική μου οικογένεια. Ο λόγος προφανής. Οι Αμερικάνοι διόριζαν τότε τις κυβερνήσεις και οι δύο χώρες, Ελλάδα και  Τουρκία ήταν μέλη του ΝΑΤΟ, με ευθύνη την ανάσχεση της καθόδου της Σοβιετικής Ένωσης στην ανατολική Μεσόγειο. Η μη διατάραξη της νοτιοανατολικής πτέρυγας της συμμαχίας ήταν κανόνας απαραβίαστος και δη από την πλευρά της Ελλάδας που αγόταν και φερόταν ανάλογα με τις νατοϊκές επιταγές. Η αντιπαλότητα στη βάση διαφορών που αναφέρονταν στο μακρινό παρελθόν δεν απασχολούσε τους Αμερικάνους εάν δεν επηρέαζε τη στρατηγική τους στην περιοχή. Κάτι που βόλευε και την εντόπια νομενκλατούρα που αφενός απολάμβανε της υψηλής προστασίας των συμμάχων στο εσωτερικό απέναντι σε μια Αριστερά που αναδυόταν από τα συντρίμμια της μαχητική και δημοφιλής και αφετέρου γιατί χρειαζόταν εικόνες από το απώτερο παρελθόν που θα εξυπηρετούσαν το πατριωτικό της ίματζ.
Ακριβώς το ίδιο συνέβαινε με τη γερμανική Κατοχή. Παρ’ όλο που οι πληγές της ήταν ακόμα νωπές, έλλειπε οποιαδήποτε αναφορά σ’ αυτήν από τα σχολικά βιβλία όλων των τάξεων, αλλά και στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Η Γερμανία ήταν πλέον ο νέος σύμμαχος. Αντιθέτως, η προπαγάνδα εναντίον των κομμουνιστών και της Σοβιετικής Ένωσης που ήταν ο καλύτερος σύμμαχος στον αντιφασιστικό αγώνα και καθοριστικός παράγοντας στη νίκη επί του ναζισμού, διεξαγόταν έντονα και ακατάπαυστα μέσα από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο, τα κινηματογραφικά επίκαιρα, το στρατό και κάθε μέσο και τομέα που έλεγχε το κράτος, με τη λογοκρισία να κόβει κάθε αντίθετη φωνή στο τραγούδι, το θέατρο ή το σινεμά… Αυτά σκεφτόμουν κατηφορίζοντας την οδό Καραολή Δημητρίου προς το Θέατρο των Βράχων, στο Βύρωνα, όπου είχα αναλάβει να προλογίσω τη συναυλία με αφορμή τα 90 χρόνια από τη μικρασιατική τραγωδία (η ομιλία δημοσιεύεται κάτω).
Τι να πεις μέσα σε λίγα λεπτά σε τρεις χιλιάδες ανθρώπους που είχαν κατακλύσει τις κερκίδες, την πλατεία και τους γύρω χώρους όρθιοι ή καθισμένοι καταγής, για να ακούσουν τραγούδια;
Επηρεασμένος από τις σκέψεις που έκανα καθ’ οδόν, δεν μου πήγαινε να μιλήσω για μουσικές και τραγούδια τα οποία έτσι κι αλλιώς είναι τόσο όμορφα που μιλάνε από μόνα τους. Γι’ αυτά που δεν αφήνει η προπαγάνδα να φανούν, ήθελα να πω, για το «περιβάλλον» που γεννάει τα τραγούδια και για το ρόλο και την τύχη τους μέσα στην τροπή της ιστορίας, αλλά από πού ν’ αρχίσω;
Μέσα στα χρόνια, η προσπάθεια ήταν -εκούσια και ακούσια- να απομονωθούν τα τραγούδια από τις συνθήκες που τα γέννησαν και να ενταχθούν μέσα στη σούπα της διασκέδασης. Είναι όμως τέτοια η αξία και ο συμβολισμός τους που αυτό δεν επιτεύχθηκε, χάρη στην εσωτερική δύναμη του πολιτισμού που κουβαλάνε και στην επιμονή ορισμένων ανθρώπων να τα διαδίδουν και να τα ανανοηματοδοτούν.

Το τραγούδι ενώνει τους λαούς
Δεν έγινε μνημόσυνο στο Θέατρο Βράχων. Γιορτή έγινε, με ευγένεια. Η Γλυκερία από τότε που πρωτοείπε με νεανικό αέρα τα σμυρνέικα δίπλα στον Αριστείδη Μόσχο, κοριτσάκι πριν από τριάντα χρόνια, ωρίμασε, και το ταλέντο της έγινε από ρυάκι ποτάμι. Με μεγάλη πείρα σε κάθε είδους πάλκο και στούντιο, με πολύ διάβασμα στο ενεργητικό της και αφοσίωση στην τέχνη της, συνειδητοποιημένος πολίτης, ερμηνεύει τα σμυρνέικα, με μια σύγχρονη αντίληψη και αισθητική, στη γλώσσα και το ύφος, με την Παπαγκίκα και τον Νούρο στο βάθος. Ο αμανές της καταχειροκροτήθηκε. Αυτός ο δυσφημισμένος αμανές που απαγορεύτηκε μαζί με τα ρεμπέτικα από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, το 1937, λίγο πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έχοντας περιπέσει σε μεγάλη δυσμένεια και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου από το νέο κοσμικό καθεστώς που προσπαθούσε με το ζόρι να ξεριζώσει τον οθωμανισμό και να εξευρωπαΐσει την Τουρκία. Στην Ελλάδα, ήταν τόσο δημοφιλής ο αμανές, που άφησε πάνω από τριακόσια κομμάτια ηχογραφημένα σε δίσκους 78 στροφών μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Όπως δημοφιλή ήταν και τα τούρκικα τραγούδια, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών με τούρκικα λόγια, των τούρκικων με ελληνικά και των μικτών τύπου «Καραπιπερίμ»… Στην Κοκκινιά που ζήσαμε ένα χρόνο, το ’58-’59, τα ακούγανε και τα τραγουδούσανε οι Μικρασιάτες χωρίς προκαταλήψεις, σε πολλές αυλές ακόμα μιλούσαν τούρκικα, ενώ ο Καζαντζίδης ηχογράφησε γνωστά τούρκικα τραγούδια στην Κολούμπια. Αυτή η πλευρά του μικρασιάτικου στοιχείου αποσιωπήθηκε, γιατί τόνιζε την ειρηνική πτυχή των πραγμάτων, τη σύμμειξη των πολιτισμών, την πέρα από τις διαφορές και συγκρούσεις συνύπαρξη εκατοντάδων ετών. Μια αλήθεια και μια ανάγκη έκφρασής της που φάνηκε και στους «βράχους» όταν η Ντιλέκ Κοτς, γνωστή από τη συμμετοχή της με ένα τραγούδι στην «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη, τραγούδησε αρκετά τούρκικα κάτω από τις ηχηρές επιδοκιμασίες του πολυπληθούς ακροατηρίου, που δεν αποτελείτο μόνο από πολίτες με μικρασιατική καταγωγή. Είναι ενδιαφέρον ότι σε μια εποχή που δρουν οι σκοτεινοί μηχανισμοί αναζοπύρωσης του εθνικισμού, και μάλιστα στην πιο χοντροκομμένη του μορφή, ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, με δεδομένο ότι τρεις χιλιάδες άνθρωποι κάθε πολιτικής απόχρωσης και ηλικίας αποτελούν ένα αξιόπιστο «δείγμα», δεν παρασύρεται από τη φτηνή δημαγωγία και είναι σε θέση να κάνει διάκριση ανάμεσα στη φιλία των λαών και τις εχθρότητες που καλλιεργούν οι άρχουσες τάξεις και υποθάλπουν οι «σύμμαχοι» με βάση τα συμφέροντα των ολιγαρχιών.
Εχθρότητες στις οποίες ρίχνει λάδι, χρόνια τώρα, μια υφέρπουσα εθνικιστική τάση αριστερής προέλευσης. Όχι εκείνη που προσπαθώντας να αποτινάξει από πάνω της τη ρετσινιά ότι δεν είναι πατριωτική, που της κολλάνε οι «εθνικόφρονες», διολισθαίνει ενίοτε προς τα δεξιά σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η άλλη, που διαβρώνει τις αριστερές συνειδήσεις τεμαχίζοντας την ιστορία και προβάλλοντας μονόπλευρα πληροφορίες και αναλύσεις που σκοπό έχουν να εμπεδώσουν την αντιπαλότητα μεταξύ των λαών, να διατηρήσουν το φυλετικό και πολιτισμικό μίσος, να στρέψουν την προσοχή μακριά από τις ευθύνες των μητροπόλεων υποβαθμίζοντας το βρώμικο ρόλο τους και να πριμοδοτήσουν άμεσα και έμμεσα τον αντικομμουνισμό. Μία τάση, η οποία -σε αγαστή συνεργασία με τη δεξιά- εμποτίζει επί χρόνια τον ποντιακό χώρο με εθνικιστικά και αντικομμουνιστικά δηλητήρια και τώρα προσπαθεί να διακλαδωθεί μέσα στην Αριστερά, εκμεταλλευόμενη τις ρωγμές και τις ελλείψεις της.
Η ποιότητα του συγκροτήματος, η ομορφιά των τραγουδιών, ο χαρακτήρας της συναυλίας, η ευαισθησία και η ανοιχτοσύνη του κοινού, συνθέσανε μια λαϊκή πολιτισμική δημιουργία υψηλού επίπεδου.

Στέλιος Ελληνιάδης
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!