Επεκτείνοντας στον οικογενειακό πυρήνα το γουντιαλενικό δίπολο «ψυχανάλυση και σχέσεις», ο 55άρης ανεξάρτητος Καλιφορνέζος σκηνοθέτης Μάικ Μιλς («Καταπληκτικές Γυναίκες»/2016), στη νέα του ταινία «Η ζωή συνεχίζεται», εμπνεόμενος από τη βιωματική σχέση με τον δικό του γιο δημιουργεί μια σπιρτόζικη ασπρόμαυρη ταινία με εξαιρετικές ερμηνείες και φωτογραφία, για τη βραχύβια, αλλά έντονη σχέση ανάμεσα σε ένα θείο και τον μικρό ανιψιό του, μέσα από αποσπασματικές όψεις των πόλεων που περιδιαβαίνουν.

Με κοιλίτσα, μούσια, ατημέλητα σγουρά μαλλιά και πάνινα αθλητικά παπούτσια, ο εναλλακτικός 45άρης ραδιοφωνικός παραγωγός Τζόνι (Χοακίν Φοίνιξ), ταξιδεύει ανά την αμερικάνικη επικράτεια για να συλλέξει συνεντεύξεις από παιδιά, χρησιμοποιώντας δημοσιογραφία και ραδιόφωνο, ως εργαλεία που θα τα βοηθήσουν να δημιουργήσουν μια ενσυνείδητη εικόνα του εαυτού τους. Το απαιτητικό αυτό εγχείρημα διακόπτει η παράκληση της αδερφής του Βιβ (Γκάμπυ Χόφμαν), να ταξιδέψει εσπευσμένα στο Λος Άντζελες από το Ντιτρόιτ, όπου βρίσκεται, προκειμένου να φροντίσει τον 9χρονο γιο της Τζέσι (Γούντυ Νόρμαν), κατά την απουσία της στο Όουκλαντ του Σαν Φρανσίσκο, όπου ο Πολ (Σκοτ ΜακΝέρι), ο διπολικός πατέρας του Τζέσι, ένας ευαίσθητος μουσικός, αντιμετωπίζει άλλη μια οξεία ψυχολογική κρίση. Η επιδείνωση του Πολ παρατείνει την απουσία της Βιβ, υποχρεώνοντας τον Τζόνι να μείνει περισσότερο με τον Τζέσι. Έτσι, μια υπόθεση μερικών ημερών καταλήγει σε μια συγκατοίκηση κάποιων εβδομάδων, με τον Τζόνι να πασχίζει να τα βγάλει πέρα με ένα υπερώριμο, αλλά ιδιόρρυθμο αγόρι, που διαρκώς πλάθει ιστορίες και μιλάει ακατάπαυστα. Δίχως «εγχειρίδιο χρήσης», ο Τζόνι αναλαμβάνει να αφουγκραστεί τις εμμονές και τα άγχη του μικρού, που σε μια δύσκολη προεφηβική περίοδο, καλείται να αντιμετωπίσει την αποσυντονιστική απουσία της μητέρας και να συνειδητοποιήσει την ψυχική διαταραχή του πατέρα. Πολύτιμη βοήθεια του Τζόνι τα συχνά τηλεφωνήματα με την Βιβ, στα οποία αναλύουν σχολαστικά τις συμπεριφορές του μικρού. Για να μην καθυστερήσει άλλο τις δουλειές του, ο Τζόνι παίρνει τον Τζέσι στη Νέα Υόρκη και από εκεί, στη Νέα Ορλεάνη, όπου ο μικρός γίνεται επίτιμος βοηθός του, ηχογραφώντας τους ήχους των πόλεων που περιδιαβαίνουν, αλλά και τις συνεντεύξεις των παιδιών. Σύντομα οι δυο τους γίνονται αχώριστοι και αναλύουν τα πάντα, όμως ο Τζέσι παραμένει ένα ανασφαλές παιδί, πονοκεφαλιάζοντας συχνά τον Τζόνι, με αφοπλιστικές ερωτήσεις. Ο Τζόνι σμιλεύει μια ισότιμη τρυφερή και ειλικρινή σχέση με τον ανιψιό του, ενώ παράλληλα αναθερμαίνει και την ψυχραμένη σχέση με την αδερφή του, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας τους.

Επιλέγοντας μη γραμμική αφήγηση, ο Μιλς μεταφέρει στο παρόν της ιστορίας του Τζόνι και του Τζέσι εμβόλιμες αλληλουχίες επεξηγηματικών πλάνων για ό,τι έχει προϋπάρξει και ό,τι συμβαίνει, δημιουργώντας μέσα από μια αποσπασματική προσέγγιση το αποτύπωμα της ατμόσφαιρας όσων αφήνει να υπονοηθούν. Τα εκτός κάδρου μισόλογα στα τηλεφωνήματα των δυο αδερφών ενισχύονται ταυτόχρονα από αποσπασματικές σκηνές από φλασμπάκ των τσακωμών των αδερφών ή σκηνές της σχέσης του Τζέσι με τους γονείς του, όσο και με τωρινές στιγμές της κοινής καθημερινότητάς του με τον Τζόνι.

 

 

Με τη βοήθεια επεξεργασμένου μοντάζ, αυτή η συνοπτική αφηγηματική τεχνική επεκτείνεται και στα εμβόλιμα πλάνα των πόλεων που διασχίζουν, εντάσσοντας τον αστικό ιστό στο πλαίσιο της σχέσης τους. Τα εναέρια εισαγωγικά πλάνα κάθε πόλης, από το κέντρο με τα ψηλά επιβλητικά κτίρια και τους γεμάτους αυτοκίνητα δρόμους, προς τα πιο αραιοκατοικημένα προάστια και τις φτωχογειτονιές του Ντιτρόιτ ή της Νέας Ορλεάνης με τα εγκαταλελειμμένα οικήματα, δημιουργούν ένα κοινωνιολογικό πορτρέτο της σύγχρονης «γεμάτης από τραγωδίες» Αμερικής, που συμπληρώνουν οι ώριμες απαντήσεις των συνειδητοποιημένων παιδιών, στις εκτός κάδρου συνεντεύξεις.

Ξεκινώντας από τη διαπροσωπική σχέση θείου-ανιψιού, ο Μιλς την εμπλουτίζει με αποσπασματικές εικόνες και ήχους από το οικιστικό τοπίο που την περιβάλλει, δημιουργώντας έναν αδιόρατο κοινωνιολογικό συσχετισμό ατόμου, κοινωνίας και περιβάλλοντος, που ανοίγεται στη σφαίρα του συλλογικού, αγγίζοντας κατά μία έννοια τη φιλοσοφία δυο επίσης ασπρόμαυρων ταινιών, που εμπλέκουν την πολεοδομική διάσταση στον ψυχισμό των χαρακτήρων, το «Μανχάταν» (1979/Γούντι Άλλεν) και κυρίως την «Αλίκη στις πόλεις» (1974/Βιμ Βέντερς).

Παράλληλα, στον απόηχο του «Lisbon Story» (1994/Βέντερς) και ο Τζέσι ζώνεται ακουστικά και μικρόφωνο για να ηχογραφήσει πλάι στον Τζόνι, την αστική βοή των πόλεων. Η καλλιεργημένη αισθητική της ταινίας εκφράζει τον προοδευτισμό των χαρακτήρων, που αντιμετωπίζουν τα παιδιά ως υπεύθυνους, αυτόνομους και ισότιμους ανθρώπους με αντίληψη, προοδευτική παιδαγωγική άποψη που ανακαλεί και την εύθραυστη αντιμετώπιση της παιδικής κατάστασης στο «Πιπί, κακά και νάνι» (1979/Μάρκο Φερέρι).

Η ταινία του Μιλς πλαισιώνεται και από μια «ψαγμένη» καλλιτεχνική διάσταση, που εκφράζει τη μεσοαστική κουλτούρα των καλλιεργημένων πρωταγωνιστών, κλείνοντας το μάτι και στους νευρωτικούς διανοούμενους του Γούντι Άλεν. Χαρακτηριστικό αυτής της αισθητικής αποτελούν τόσο το καλαίσθητο γεμάτο βιβλία και ωραία αντικείμενα σπίτι της Βιβ, με πίνακες ζωγραφικής και αφρικανικά υφαντά στους τοίχους, όσο και ο πίνακας πάνω από το κρεβάτι της άρρωστης μητέρας στα φλασμπάκ, το γνωστό έργο σπουδής «Νεαρός Λαγός» (1502/Βιέννη) του Αναγεννησιακού Γερμανού ζωγράφου Άλμπρεχτ Ντύρερ, καθώς και η αφίσα του Γάλλου ναΐφ μεταϊμπρεσιονιστή ζωγράφου Ανρί Ρουσό, που κοσμεί το νεοϋορκέζικο διαμέρισμα του Τζόνι.

Παράλληλα, με το σκηνοθετικό τέχνασμα της πρωτοποριακής χρήσης γραπτού κειμένου στην οθόνη αναγράφονται όχι μόνο τα μηνύματα που ανταλλάσσουν στα κινητά τα δυο αδέρφια, αλλά και οι τίτλοι των βιβλίων που διαβάζει ο Τζόνι, είτε είναι τα παραμύθια του Τζέσι, με τον εμβληματικό «Μάγο του Όζ» (Φρανκ Μπάουμ) να δεσπόζει, είτε κάποια αναγνώσματα παιδοψυχολογίας για το ρόλο της μητρότητας.

Εκεί όμως που ξεχωρίζει η ταινία είναι στις μουσικές επιλογές κλασικών ακουσμάτων. Η εκκεντρικότητα του έξυπνου και ιδιόρρυθμου Τζέσι υποδηλώνεται με την επιλογή του να ακούει το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ στη διαπασών, ενώ από έναν σκηνοθέτη που έχει δηλώσει πως ακούει Ερίκ Σατί, τα αποσπασματικά φλασμπάκ με την κατάκοιτη μητέρα συνοδεύονται από πιανιστικά κομμάτια, που ανακαλούν τη λυρική ρευστότητα του Ντεμπυσί. Πρόκειται για τις γρήγορες μελωδικές συνθέσεις για σόλο πιάνο «Evening Breeze» και «A young girl’s complaint», που είχε ηχογραφήσει το 1963, η 98χρονη σήμερα πιανίστρια και ορθόδοξη καλόγρια από την Αιθιοπία Εμαχόυ Τσεγκέ-Μαριάμ Γκεμπρού. Στα χνάρια του Τζάρμους, που με τα «Τσακισμένα Λουλούδια» (2006), είχε στρέψει ένα ευρύ ακροατήριο να αναζητήσει την άσημη νοσταλγική αιθιοπική τζαζ του Μουλάτου Αστάτκε, από την σειρά Ethiopiques, και ο Μιλς, από την ίδια περίφημη σειρά δίσκων, εστιάζει και μας συστήνει εδώ, αυτή την άγνωστη Αιθιοπιανή συνθέτρια. Παράλληλα, χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από τη χορωδιακή μουσική του Δανού μπαρόκ συνθέτη Ντήντριχ Μπουξτεχούντε, στις σκηνές της ιδιαίτερης σχέσης Τζέσι και νευρωτικού Πολ. Η γνωστή μελωδική σονάτα για πιάνο του Ντεμπυσί «Σεληνόφως», εδώ χρησιμοποιείται σε ορχηστρική εκδοχή, στις σκηνές που ο Τζέσι, αναστατωμένος από τον επικείμενο χωρισμό του με τον αγαπημένο του θείο, καταλήγει σε παιδιάστικα καμώματα. Στην ταινία συνυπάρχουν και τα ροκ «The Ostrich» των Primitives και «Strange» των Wire, που συνδυάζονται με την μητροπολιτική ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης, ενώ στη Νέα Ορλεάνη, δεσπόζουν οι μπάντες χάλκινων πνευστών, που καταλήγουν και σε βαλκανικές μελωδίες. Ωστόσο, το βασικό συναισθηματικό υπόβαθρο της σχέσης θείου-ανιψιού σφραγίζεται με την πρωτότυπη ατμοσφαιρική ηλεκτρονική μουσική των δίδυμων συνθετών Άαρον και Μπρους Ντέσνερ, που συνυπάρχει υπόκωφα σε μικρές στιγμές τους, όπως όταν ο Τζόνι συμπαραστέκεται στην εκτόνωση της θλίψης του Τζέσι, με φόντο τις κλαίουσες ιτιές του πάρκου στη Νέα Ορλεάνη.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!