ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Βασίλη Ξυδιά
«Δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος από την κρίση αν δεν σκοτώσουμε το αδηφάγο τέρας του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Για να συμβεί αυτό έχουμε καταλάβει πλέον καλά ότι δεν αρκεί η αλλαγή μιας κυβέρνησης. Χρειάζεται να αλλάξουμε το θεσμικό πλαίσιο της εξουσίας θεσπίζοντας ένα νέο, αληθινά δημοκρατικό σύνταγμα», δηλώνει στο Δρόμο της Αριστεράς ο Χρήστος Λυντέρης, δικηγόρος, μέρος της Πρωτοβουλίας για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή και συγγραφέας του βιβλίου «Το Σύνταγμα των Ελλήνων», εκδ. Χίλων, 2014, σε μια συνέντευξη-συμβολή στη συζήτηση που έχει αναθερμανθεί τον τελευταίο καιρό.
Χρήστο, είμαστε και οι δύο από τα ιδρυτικά μέλη της Πρωτοβουλίας για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή και έχουμε καταφέρει να συμφωνούμε σε πολλά πράγματα παρά τις διαφορετικές πολιτικές μας αφετηρίες. Θα ήθελα λοιπόν πριν μιλήσουμε για το Σύνταγμα να μας πεις δυο λόγια για τις γενικότερες πολιτικές σου θέσεις και πώς αυτές συνδέονται με το ενδιαφέρον σου για το Σύνταγμα.
Υπήρξα στο πρόσφατο παρελθόν μέλος του κόμματος των Δημοκρατικών, ενός μικρού πολιτικού σχήματος του ριζοσπαστικού φιλελεύθερου κέντρου. Είχαμε συμμετάσχει στις εθνικές εκλογές του 2009. Διαφώνησα όμως και αποχώρησα, όταν στις επόμενες εκλογές, τον Μάιο 2012, οι Δημοκρατικοί συμμάχησαν με τη «Δημιουργία Ξανά» του Θάνου Τζήμερου. Έκτοτε ασχολούμαι αποκλειστικά με το ζήτημα του συντάγματος. Άλλωστε και στους Δημοκρατικούς μ’ αυτό το θέμα είχα ασχοληθεί. Ήμουν ο εισηγητής του προγράμματός τους σε ό,τι αφορά την ανάγκη για ριζική αλλαγή συντάγματος.
Για μένα δημοκρατία σημαίνει λαϊκή κυριαρχία. Το πολίτευμα πρέπει να ορίζεται από τους πολίτες. Το δικό μας σύνταγμα –τόσο τα συντάγματα του παρελθόντος, όσο και αυτό της μεταπολίτευσης– φροντίζει με κάθε τρόπο να κρατά τους πολίτες μακριά από τις βασικές πολιτικές λειτουργίες. Πέρα από τις αόριστες διακηρύξεις περί λαϊκής κυριαρχίας, διακρίσεως των εξουσιών κ.λπ., όλη η μέριμνα του συντάγματος είναι πώς θα συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια ενός μικρού αριθμού πολιτικών –κυρίως στους αρχηγούς της κυβέρνησης και της μείζονος αντιπολίτευσης– μέσω των οποίων η οικονομική ολιγαρχία ελέγχει όλη τη χώρα.
Όμως πολλοί αριστεροί, συνταγματολόγοι και πολιτικά στελέχη, θεωρούν ότι το σύνταγμά μας είναι από τα πιο προοδευτικά στην Ευρώπη, και ότι εν πάση περιπτώσει δεν είναι αυτό που φταίει για την κρίση.
Κάνουν λάθος και στα δύο. Η αριστερά, δυστυχώς, δεν νοιάζεται για τη δημοκρατία. Όταν οι αριστεροί συνταγματολόγοι λένε ότι το σύνταγμά μας είναι προοδευτικό ουσιαστικά αναφέρονται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Και από την άποψη αυτή δεν έχουν άδικο. Όντως το ελληνικό σύνταγμα είναι από τα πιο γενναιόδωρα σε θέματα κοινωνικών δικαιωμάτων. Όχι όμως σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δικαιώματα. Πέρα από την ελάχιστη δημοκρατική υποχρέωση, που είναι οι εκλογές, ο λαός αποκλείεται από κάθε δικαίωμα συμμετοχής στην άσκηση της πολιτικής. Αυτό δεν είναι δημοκρατία. Είναι καθεστώς ολιγαρχίας.
Φαίνεται πως η αριστερά το θεωρεί αυτό πολύ φυσικό, ίσως επειδή δεν φαντάζεται ότι μπορεί να ζητήσει τίποτα περισσότερο σε καθεστώς καπιταλισμού και «αστικής δημοκρατίας». Κακώς. Υπάρχουν χώρες καπιταλιστικότατες, πρώτα απ’ όλα οι ίδιες οι ΗΠΑ, όπως και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που οι μεν άρχοντες έχουν υποχρεώσεις λογοδοσίας, οι δε πολίτες έχουν περισσότερες δυνατότητες παρέμβασης στην πολιτική από το εκλογικό δικαίωμα.
Και ξέρετε κάτι; Όταν δεν έχεις πολιτικά δικαιώματα, κατ’ ουσίαν δεν έχεις ούτε κοινωνικά. Αυτός που στα δίνει στα παίρνει πίσω όποτε θέλει.
Και ποια είναι η σχέση του Συντάγματος με τη χρεοκοπία της χώρας;
Το ισχύον Σύνταγμα καθόρισε θεσμικά τη μορφή του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης εγκαθιδρύοντας, όπως είπα και πριν, ένα συνταγματικό πλαίσιο συγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια των ολίγων. Αυτό υπήρξε το θεσμικό θερμοκήπιο της πολιτικής ανισότητας, της αδιαφάνειας, της οικογενειοκρατίας και της κομματοκρατίας. Και έτσι λεηλατήθηκε το δημόσιο χρήμα ανεξέλεγκτα και ατιμώρητα σε διαπλοκή, μίζες και διαφθορά.
Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος από την κρίση αν δεν σκοτώσουμε το αδηφάγο αυτό τέρας του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Για να συμβεί αυτό έχουμε καταλάβει πλέον καλά ότι δεν αρκεί η αλλαγή μιας κυβέρνησης. Χρειάζεται να αλλάξουμε το θεσμικό πλαίσιο της εξουσίας θεσπίζοντας ένα νέο, αληθινά δημοκρατικό σύνταγμα, το οποίο θα εγγυάται τη λαϊκή κυριαρχία (με θεσμούς άμεσης συμμετοχής των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας), την πολιτική ισότητα (με κατάργηση όλων των προνομίων και των ασυλιών), τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, τον δημόσιο έλεγχο και τη λογοδοσία όσων ασκούν εξουσία και διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα, τη διαφάνεια και τη νομιμότητα στις σχέσεις πολιτικής εξουσίας και μέσων ενημέρωσης.
Όμως ορισμένα απ’ αυτά έχουν εξαγγελθεί και από διάφορες πλευρές του πολιτικού συστήματος.
Το πολιτικό σύστημα προτίθεται να προχωρήσει, όχι σε νέο Σύνταγμα, αλλά σε αναθεώρηση του ισχύοντος σύμφωνα με τη διαδικασία του άρ. 110, η οποία απαγορεύει την αναθεώρηση των διατάξεων που αφορούν το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, ενώ επιπλέον αποκλείει τους πολίτες από τη συμμετοχή στην αναθεώρηση. Ορισμένοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρθηκαν στο ενδεχόμενο συνταγματικού δημοψηφίσματος, αλλά μετά τις κραυγές ότι αυτό αντίκειται στο άρ. 110 φαίνεται να κάνουν πίσω και μιλούν τώρα για την πιθανότητα ενός συμβουλευτικού και όχι δεσμευτικού δημοψηφίσματος με μάλλον αδιάφορα ερωτήματα.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες –εάν υπάρχουν περιορισμοί στο περιεχόμενο των αλλαγών και κυρίως εάν η αναθεώρηση παραμείνει αποκλειστικό προνόμιο της Βουλής– το πολιτικό σύστημα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι αλλαγές θα είναι προς όφελος της κοινωνίας.
Ποιος μπορεί να το εγγυηθεί αυτό;
Μόνον η ίδια η κοινωνία! Εγγύηση ότι οι αλλαγές θα είναι προς όφελος της κοινωνίας και όχι των ολίγων μπορεί να υπάρξει μόνο εάν εξασφαλιστεί η ενεργός και δεσμευτική συμμετοχή των πολιτών στην θέσπιση ενός νέου Συντάγματος μέσα από έγκυρη δημόσια διαβούλευση και δεσμευτικό δημοψήφισμα. Μιλάμε για νέο Σύνταγμα με συμμετοχή των πολιτών και όχι αναθεώρηση σύμφωνα με το άρ. 110 από τη Βουλή σε βάρος της κοινωνίας.
Πολλοί συνταγματολόγοι ισχυρίζονται πως η αλλαγή του Συντάγματος με δημοψήφισμα, χωρίς τήρηση της διαδικασίας του άρ. 110, θα συνιστούσε πραξικόπημα. Ο εθνικός μας συνταγματολόγος έφτασε να πει ότι δημοψηφίσματα συνταγματικού περιεχομένου έκανε μόνον η χούντα.
Έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Καλό θα ήταν να τους ενημερώσει κάποιος ότι τον ερχόμενο Οκτώβριο θα γίνει δημοψήφισμα στην Ιταλία για την αλλαγή του ιταλικού Συντάγματος και ότι ανάλογα συνταγματικά δημοψηφίσματα προβλέπονται επίσης σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ελβετία, η Δανία και το Λουξεμβούργο.
Επίσης θα πρέπει να τους θυμίσουμε ότι το τελευταίο δημοψήφισμα για συνταγματικά θέματα στην Ελλάδα το προκάλεσε το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν ο λαός απεφάνθη υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Το τότε Σύνταγμα απαγόρευε, όπως και το σημερινό, τόσο την αναθεώρηση της μορφής του πολιτεύματος, που ήταν η Βασιλευομένη Δημοκρατία, όσο και τη συμμετοχή του λαού στην αναθεώρηση. Όμως ο Καραμανλής και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα αγνόησαν και τις δύο αυτές απαγορεύσεις, διοργάνωσαν το δημοψήφισμα, και έτσι καταργήθηκε η Βασιλευομένη Δημοκρατία. Κανείς βέβαια δεν ρώτησε μετά τον λαό τι είδους πολίτευμα αβασίλευτης δημοκρατίας ήθελε, αλλά αυθαίρετα η αναθεωρητική Βουλή θέσπισε το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, το οποίο μάλιστα όρισε ότι θα ισχύει ες αεί, αφού δεν επιτρέπεται, δυνάμει του άρ. 110, η αλλαγή του εις τους αιώνες των αιώνων.
Οι ισχυρισμοί λοιπόν αυτοί είναι απολιτικοί και ανιστόρητοι. Το Συνταγματικό δίκαιο, παραδέχεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δικαιολογημένη η θέσπιση ενός εξ υπαρχής νέου Συντάγματος. Σήμερα, υπό τις συνθήκες στις οποίες έχει περιέλθει η χώρα, δηλαδή τη χρεοκοπία, την απώλεια μέρους της εθνικής της κυριαρχίας και την καταστροφή του βιοτικού επιπέδου μεγάλου μέρους της κοινωνίας, θα έλεγε κανείς ότι όχι μόνο δικαιολογείται νομικά, αλλά κυριολεκτικά επιβάλλεται η επανίδρυση του κράτους, η δημιουργία μιας νέας μεταπολίτευσης μέσα από ένα νέο Σύνταγμα.
Το ζήτημα δεν είναι εάν επιτρέπεται νομικά η θέσπιση νέου Συντάγματος, αλλά ποιες εγγυήσεις θα υπάρξουν ώστε το Σύνταγμα αυτό να μην είναι Σύνταγμα των ολίγων, αλλά κατάκτηση ολόκληρης της κοινωνίας. Τέτοιες εγγυήσεις μπορεί να δώσει μόνον η κυρίαρχη συμμετοχή του λαού στη θέσπισή του.