του Θανάση Μουσόπουλου*

Όλες οι πλευρές της κοινωνίας, οικονομικός, κοινωνικός, πολιτικός, πολιτιστικός, αλληλοεπηρεάζονται και συμβαδίζουν. Ο Κώστας Βάρναλης, ο οικουμενικός Θρακιώτης, που το 2024 συμπίπτει με τα 50 χρόνια από το θάνατό του, μιλώντας για τον Εμμανουήλ Ροΐδη (1836-1904) σημειώνει ότι «στάθηκε προοδευτικός και συγχρονισμένος διανοητής. Από τους πρώτος δέχθηκε τη θεωρία του περιβάλλοντος στην εξήγηση του αισθητικού φαινομένου κι από τους πρώτος αναγνώρισε την αλήθεια, πως η ζωή δεν είναι στάσιμη παρά εξελίσσεται και πως τα ιδανικά δεν είναι σε κάθε καιρό τα ίδια». Σημειώνει επίσης ότι «έφερνε ένα νέο στοιχείο στην ερμηνεία του καλλιτεχνικού φαινομένου, “περιρρέουσα ατμόσφαιρα”».

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Βάρναλη για το θέμα αυτό: «Δεν υπάρχει ζήτημα αν ο ποιητής γεννιέται ή γίνεται. Και τα δυο είναι αληθινά. Δεν προκόβει στη δουλειά του ένας ποιητής αν δεν έχει τάλαντο, δηλαδή αν δεν έχει από γεννησιμιό του ευαισθησία οπτική κι ακουστική, φαντασία πολλή και δημιουργικές ικανότητες. Αλλά και δε θα προκόψει, μολονότι τα έχει όλα αυτά, αν η κοινωνία ή δεν ενδιαφέρεται για την τέχνη ή δεν εκτιμά τους εργάτες της και δεν τους υποστηρίζει. Αλλά πότε μια κοινωνία ενδιαφέρεται για την τέχνη και γίνεται θερμός πελάτης των έργων της; Σ’ εποχές ανόδου».

Οι δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα είναι μια μεταβατική περίοδος, με πολλές αλλαγές σε όλες τις πλευρές της κοινωνίας. Θα παρουσιάσουμε δείγματα από έργα δημιουργών (κατά σειρά γέννησης) από την πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου, που αποτυπώνουν ποικιλία και αναζήτηση.

***

Ο Ρώμος Φιλύρας (Κιάτο Κορινθίας, 1888 – Χαϊδάρι, 9 Σεπτεμβρίου 1942) – το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάγκος Β. Οικονομόπουλος. Το 1920, συνεπεία αφροδίσιου νοσήματος, άρχισε να εμφανίζει προβλήματα στην ψυχική του υγεία. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.

Υπεράνω

Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη Νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ’ οι πρώτοι,
ένθεη ορμή μάς ξεπετάει εκεί
[…] Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης,
δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγέλασες,
Οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή!..

***

Ο Κώστας Ουράνης (πραγματικό όνομα: Κλέαρχος Νιάρχος), γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Φεβρουαρίου 1890 – πέθανε στα Μελίσσια 12 Ιουλίου 1953, πολυταξιδεμένος ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. 

Ταξίδι στὰ Κύθηρα

Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,
γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,
μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα
καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο,
[…] Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!…
Οἱ φανταχτερὲς κι ἀνάλαφρες παντιέρες μουσκευτῆκαν,
τὰ χρώματα ξεβάψανε καὶ τ᾿ ἄνθη ἐμαραθῆκαν
καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο
ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο στὸ κῦμα τ᾿ ἀφρισμένο
μὲ τὸ φτωχό μας Ὄνειρο στὴν πρύμνη πεθαμένο.

***

Ο Γιάννης Σκαρίμπας έζησε εννιά δεκαετίες και το ποικίλο έργο του δεν περιορίζεται σε μία περίοδο. Γεννήθηκε το 1893 στη Φωκίδα και πέθανε στη Χαλκίδα στις 21 Ιανουαρίου 1984. Η παρουσία του σημαδεύτηκε από έντονη αντιδικία με τις καθιερωμένες αξίες του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε υπερρεαλιστικά στοιχεία και θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας. Ένα απόσπασμα από πρωτοποριακό (1931-3) «Θείο Τραγί». Μετά από τόσες δεκαετίες «εξακολουθεί να αποτελεί ένα νεωτερικό μυθιστόρημα, λόγω της αφηγηματικής του τεχνικής και της αναρχικής του γραφής»

Θείο Τραγί

«΄Ενας αέρας φυσούσε κείνη τη νύχτα. Η δημοσά φειδοσέρνονταν ατέλειωτη – σαν μια αιωνιότη – στο κάμπο. Εβούϊζαν οι καλαμιές κρύο έκανε. Κι αυτός προχωρούσε. Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι επήγαινε – όλο πήγαινε – σαν μια ψυχή μες στην ερημία του χρόνου. […] Ξέρετε πώς περπατάνε στη γη; να, πηγαίνουν τίποτ’ άλλο πηγαίνουν σε προϋπαντάν τα όρια σε ακολουθάνε οι δρόμοι κι οι πολιτείες – οι πολιτείες – σου τραγουδάνε βαθιά. Έχει ένα χτύπο το χάος έχει ένα σφυγμό το κενό και μόνο οι ώρες σωπαίνουν και μόνο οι καιροί δε μιλούν. Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται τα πλάτη, οι απόστασες, είναι αφιρωμένα στο βάδη σου αναθυμιάζει μ’ ευλάβεια κάτω απ’ το βήμα σου η γη […] Η φυγόκεντρη δύναμη ας είναι ένα παραμύθι των κύκλων και μόνο μια γραμμή κατακόρυφη να ‘σαι συ αυτός στροφές έτσι αυτός πάνε οι δρόμοι μοναχοί αυτός αυτός στέκουν τα βράχια. Κι αυτός προχωρούσε».

***

Ο Τάκης Παπατσώνης (γεννήθηκε στην Αθήνα το 1895, όπου πέθανε στις 26 Ιουλίου 1976) ήταν ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, το έργο του εξαπλώνεται και στη γενιά του ’30. Πλούσιο το ποιητικό του με θρησκευτικά στοιχεία.

Η Κυριακή των Βαΐων

Τρεις Καλογέροι εβαίνανε τη χαραυγή στη στράτα
για νʼ ανασάνουν του πρωιού τʼ αεράκια τα μοσχάτα·
και στο μισόφωτο, γλυκά γλυκά, σαν Υμνωδία
αγγέλων, σκόρπισε θαμπή μιαν άγια μυρωδία,
που κάθισε απαλά, ως λυγμός, στα κούφια μεσοκάρδια
των Καλογέρων, που διψάαν για τέτοια όμορφα χάδια·
λιγώνουνται οι ταλαίπωροι, κι αγιάζουν, και φιλούσιν
τους ώμους τους, νομίζοντας πως, τάχα, ιερουργούσιν
πασχαλινές Αγάπες, και, δίχως ορμή ανασαίνουν
το στάλαγμα της μυρωδίας, και το μεταλαβαίνουν.
Κι ευθύς ο γεροντότερος σιγηλά καβαλάει
κάποιο γαϊδούρι, που έβοσκε στον Κάμπο εκεί πλάι,
και η ακολουθία των άλλων δυο, ίδιο αγιαστό κοπάδι,
διαβαίνουν με τον Σεβαστόν Ηγούμενον ομάδι,
όσο που φτάνουν σοβαρά, επισκοπικά, στο Φρούριο,
στο Μοναστήρι, πούνʼ μακριά από κάθε τι καινούργιο,
και με σφυράκια ολάργυρα βροντάν τη στέρεα πόρτα
(που ανοίγουν τα δυο φύλλα της, και στέκουνται ολόρθα,
γιγαντωμένα), και στρατοί Μαυροφόρων Οσίων
τιμώσι τον Ηγούμενον, με κλάδους των Βαΐων.

***

Ο Τέλλος Άγρας (ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου), γεννήθηκε στην Καλαμπάκα το 1899 πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 1944, ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας. Στις 11 Οκτωβρίου 1944, τραυματίσθηκε από αδέσποτη σφαίρα των αλληλοσυγκρουόμενων Ταγμάτων Ασφαλείας και του ΕΑΜ στον αστράγαλο, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου κατέληξε από σηψαιμία.

Πᾶν

Σώπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς, βαθιὰ ἀπ᾿ τὸ περβόλι;
Θρηνοῦν οἱ ἀγροτικοὶ θεοὶ τὴν πράσινή τους σκόλη,
γιὰ εἶν᾿ οἱ φλογέρες ποῦ γλυκὰ λαλοῦν ἡ μιὰ στὴν ἄλλη;
[…] Ξάφνω, τ᾿ αὐτὶ ἔστησε μακριά, στὴν αὔρα ποὺ διαβαίνει,
μ᾿ ἀκοὴ καὶ μάτια μίαν ἠχὼ ζητώντας νεκρωμένη.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ νυχτιὰ στὴν παγωνιὰ μουδιάζει.
Κι εὐτὺς τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει…
Παράτονος, μὰ γλυκερός, μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλια,
ὁ ξωτικὸς σκοπὸς κακὸ φυσοῦσε ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,
γοερὸς σκοπός, καὶ σκόρπισεν ἄγνωρη ἀνατριχίλα…
Μὰ νὰ χορέψουν σήκωσε τὰ πεθαμένα φύλλα!

***

Πιστεύω ότι δείξαμε την ποικιλία της περιόδου. Ακολουθεί πλέον η λεγόμενη «γενιά του τριάντα» με την οποία θα καταπιαστούμε στις επόμενες ενότητες.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!