Δημοσιεύουμε την αρχή της ομιλίας του αντιπροέδρου της Βολιβίας Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα στο Διεθνές Συνέδριο Νίκος Πουλαντζάς: Ένας μαρξισμός για τον 21ο αιώνα, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2015 στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Στην παρέμβασή του (που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Α/συνεχεια) ο Λινέρα καταπιάνεται με το θέμα «Κράτος, Δημοκρατία και Σοσιαλισμός» συνδυάζοντάς το με το έργο του Νίκου Πουλαντζά – οι κεντρικές ιδέες του οποίου, λέει ο αντιπρόεδρος της Βολιβίας, «μας επιτρέπουν να σκεφτούμε και να δράσουμε σήμερα».
Το απόσπασμα που παρατίθεται έχει και ένα επιπλέον ενδιαφέρον επειδή απαντά, με μια έννοια, και στις εύκολες, συλλήβδην κριτικές κατά ενός ολόκληρου λαού π.χ. για τις εκλογικές επιλογές του. Εξηγώντας ποιες συνθήκες μπορεί να οδηγούν στη μία ή την άλλη στάση, ο Λινέρα καταλήγει χαρακτηριστικά: «Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι ούτε οι λαϊκές τάξεις είναι ηλίθιες, ούτε η πραγματικότητα είναι μόνο μια ψευδαίσθηση, ούτε η παράδοση είναι πανταχού παρούσα».
«Κράτος, Δημοκρατία και Σοσιαλισμός: Μια ανάγνωση με αφετηρία τον Πουλαντζά». Νέα σημαντική παρέμβαση του Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα
Ένας μαρξιστής σε εποχή κατάρρευσης του σοσιαλιστικού ορίζοντα
Το πνευματικό έργο του Νίκου Πουλαντζά χαρακτηρίζεται από αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως τραγικό παράδοξο. Υπήρξε ένας μαρξιστής που σκέφτηκε την εποχή του με αφετηρία την προοπτική της επανάστασης, σε μια στιγμή που οι επαναστατικές διαδικασίες είχαν διακοπεί ή είχαν παρεκκλίνει προς την ανώμαλη παλινόρθωση ενός κρατικοποιημένου καπιταλισμού. Χωρίς αμφιβολία υπήρξε ένας ετερόδοξος μαρξιστής, ευφυής και τολμηρός στη συμβολή του σχετικά με το δρόμο προς τον σοσιαλισμό, σε μια εποχή ακριβώς που ο σοσιαλιστικός ορίζοντας κατέρρεε ως σύμβολο και ως προοπτική ικανή να κινητοποιεί τους λαούς. Θα ήθελα να σταθώ σε δύο αλληλοσυνδεόμενες απόψεις-κλειδιά στο μαρξισμό του Πουλαντζά, οι οποίες μας επιτρέπουν να σκεφτούμε και να δράσουμε στο παρόν: το Κράτος ως κοινωνική σχέση και το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Το Κράτος ως υλική συμπύκνωση συσχετισμού δυνάμεων
Σε σχέση με το πρώτο σημείο (το Κράτος ως κοινωνική σχέση) δεν χωρά αμφιβολία ότι μία από τις σημαντικότερες συμβολές του Νίκου Πουλαντζά είναι η πρότασή του να μελετηθεί το Κράτος ως μια «υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων». Λοιπόν ναι, η ψήφος της πλειοψηφίας του πληθυσμού, των κυρίαρχων και κυριαρχούμενων τάξεων, δεν είναι αυτή που εκλέγει την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία; Και, παρόλο που τα λαϊκά στρώματα συνήθως ψηφίζουν αντιπροσώπους από τις κυρίαρχες ελίτ, οι εκλεγμένοι δεν δεσμεύονται απέναντι στους ψηφοφόρους τους; Δεν υπάρχει ηθική ανοχή από την πλευρά των ψηφοφόρων που σηματοδοτεί τα όρια της δράσης των κυβερνώντων, η παραβίαση των οποίων έχει ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση προς άλλους υποψηφίους ή κοινωνικές κινητοποιήσεις;
Ο από καθέδρας μαρξισμός υποστήριζε ότι τα λαϊκά στρώματα ζούσαν διαρκώς με την κοροϊδία της «ιδεολογικής ψευδαίσθησης» που οργάνωναν οι κυρίαρχες τάξεις, ή ότι το βάρος της παράδοσης της κυριαρχίας ήταν τόσο μεγάλο πάνω στις λαϊκές τάξεις που αυτές μπορούσαν μόνο να αναπαράγουν εθελοντικά και ασυνείδητα αυτή την κυριαρχία. Αυτό, αναμφίβολα, δεν είναι αλήθεια. Το να σκεφτεί κανείς το πρώτο οδηγεί αναπόφευκτα στην υπόθεση ότι οι λαϊκές τάξεις είναι ηλίθιες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους και της ιστορίας τους. Επομένως, σχεδόν εξ ορισμού, αυτό συνιστά τουλάχιστον ένα τρόπο βιολογικοποίησης της κυριαρχίας, που εμποδίζει οποιαδήποτε πιθανότητα χειραφέτησης. Από την άλλη μεριά, ούτε η παράδοση είναι πανταχού παρούσα γιατί, εάν ήταν έτσι, οι νέες γενιές θα έπρεπε μόνο να αναπαράγουν τα πεπραγμένα των προηγουμένων και, συνεπώς, η ιστορία θα ήταν μια αέναη επανάληψη της αρχής και της Ιστορίας. Σ’ αυτή την περίπτωση, πώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι σήμερα ζούμε σε πόλεις σε αντίθεση με τους προγόνους μας, που ζούσαν σε σπηλιές;
Το Κράτος και το θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ
Η μεγαλοποίηση της παράδοσης είναι λανθασμένη αφού, παρόλο που η παράδοση επηρεάζει και κατευθύνει όλες τις συμπεριφορές μας και τις πιθανότητες, ποτέ δεν εμποδίζει τις νέες επιλογές να εμφανιστούν. Ο ρόλος της παράδοσης στην Ιστορία μπορεί να κατανοηθεί απόλυτα με την αναφορά στο Θεώρημα της Μη Πληρότητας του Γκέντελ, ως ακολούθως: εάν, όπως αποδεικνύει ο Γκέντελ στα τυπικά συστήματα της αριθμητικής, έχουμε ένα σύστημα αξιωμάτων μη-αντιφατικών, υπάρχουν προτάσεις που δεν μπορούν να αποδειχθούν ούτε να διαψευσθούν με αυτά τα αξιώματα. Μέσα στο εύρος των άπειρων πιθανών ανθρώπινων ενεργειών που δημιουργούνται από προηγούμενες συνθήκες των ανθρώπων (από την παράδοση), υπάρχουν ανθρώπινες επιλογές και ιστορικές πιθανότητες που δεν εξαρτώνται ούτε προέρχονται ευθέως από αυτή την παράδοση. Και αυτό είναι που επιτρέπει να εξηγήσουμε το γεγονός ότι η κοινωνία μόνιμα μετασχηματίζεται η ίδια, παρά το ιστορικό βάρος των σχέσεων κυριαρχίας.
Η παράδοση των σχέσεων κυριαρχίας που κατευθύνουν τη συμπεριφορά των νέων γενεών, κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, στο να αναπαράγουν αδιάκοπα αυτές τις σχέσεις κυριαρχίας, «σπάει» από διαστήματα που δεν αναπαράγουν αυτήν την κυριαρχία. Μιλάμε για διαστήματα αβεβαιότητας, ενδιάμεσων ρωγμών που ξεφεύγουν από την αναπαραγωγή της κυριαρχίας, διαμέσου των οποίων αναδύονται οι ελπίδες, οι «προτάσεις»-φορείς μιας νέας κοινωνικής τάξης, που μπορούν να επηρεάσουν τις υπόλοιπες «προτάσεις» και «αξιώματα» (την παράδοση της κυριαρχίας) μέχρι να τα μετασχηματίσουν ολοκληρωτικά. Πρόκειται γι’ αυτό που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως την αρχή της μη ιστορικής πληρότητας, η οποία αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα του νεωτερισμού, της ρήξης και της κατάρρευσης ή, με άλλα λόγια, των επαναστάσεων.
Μείγμα κληρονομημένης κυριαρχίας και δράσης από επιλογή
Συνεπώς, είναι ξεκάθαρο ότι ούτε οι λαϊκές τάξεις είναι ηλίθιες, ούτε η πραγματικότητα είναι μόνο μια ψευδαίσθηση, ούτε η παράδοση είναι πανταχού παρούσα. Και μέσα από τις εξαπατήσεις, τις συκοφαντίες και την κληρονομιά της κυριαρχίας, ο λαϊκός κόσμος μπορεί να διαλέγει, να μαθαίνει και να αποφασίζει – και, ως εκ τούτου, μπορεί να επιλέγει τον ένα ή τον άλλο ως κυβερνήτη, προς τον οποίο είτε επιβεβαιώνει την εμπιστοσύνη του είτε αποσύρει τις ελπίδες του. Και έτσι, μέσα σε αυτό το μείγμα κληρονομημένης κυριαρχίας και δράσης από επιλογή, τα λαϊκά στρώματα συνιστούν τη δημόσια εξουσία, αποτελούν τμήμα του ιστορικού ιστού του συσχετισμού δυνάμεων αυτής της δημόσιας εξουσίας. Και όταν αισθάνονται ότι εξαπατώνται, τότε οργίζονται, ενώνονται με άλλους οργισμένους και, αν δουν ότι μπορεί να υπάρξει αποτέλεσμα, κινητοποιούνται. Επιπλέον, εάν η δράση τους καταφέρει να συμπυκνωθεί στη συλλογική ελπίδα για ένα διαφορετικό μέλλον, μετασχηματίζουν τις συνθήκες ύπαρξής τους.
Αυτές οι κινητοποιήσεις πολλές φορές διαλύονται μπροστά στην πρώτη αναποδιά ή στο πρώτο επίτευγμα. Άλλες φορές επεκτείνονται, δημιουργούν συμμαχίες, διαχέονται από τα μέσα επικοινωνίας και δημιουργούν κοινή γνώμη. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, οδηγούν σε μια νέα κοινή λογική. Και όταν αυτά τα αιτήματα καταφέρνουν να υλοποιούνται σε συμφωνίες, νόμους, προϋπολογισμούς, επενδύσεις, κανονισμούς, γίνονται θέματα του Κράτους.
Ακριβώς αυτό είναι το Κράτος: ένας καθημερινός κοινωνικός ιστός ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, μέσα στον οποίο όλοι, με διαφορετικά επίπεδα επιρροής, αποτελεσματικότητας και αποφάσεων, εμπλέκονται γύρω από τον ορισμό του δημόσιου, του κοινού, του συλλογικού και του καθολικού.
Είτε ως μια συνεχής διαδικασία μονοπώλησης της βίας, της φορολογίας, των δημόσιων αγαθών, της καθολικής κυριαρχίας, της σύνταξης και διαχείρισης των νόμων που μας καλύπτουν όλους, είτε ως θεσμός δικαιωμάτων (στην παιδεία, στην υγεία, στην ασφάλεια, στην εργασία και στην ταυτότητα), το Κράτος –το οποίο είναι ακριβώς όλα τα προηγούμενα σε μια διεργασία– είναι ένα ρεύμα, ένα ρευστό δίκτυο σχέσεων, αγώνων, κατακτήσεων, πολιορκιών, αποπλανήσεων, συμβόλων, συζητήσεων που μάχονται για τα αγαθά, τα σύμβολα, τους πόρους και τη μονοπωλιακή διαχείρισή τους.
Μετάφραση: Νατάσα Ακριβάκη