Ο ευρωκομουνισμός και το ΚΚΕ εσ.
Το ρεύμα αυτό δεν ήταν μια ελληνική ιδιομορφία, αλλά εντάχθηκε σε μια γενικότερη τάση που αναπτύχθηκε κύρια σε κάποια ευρωπαϊκά Κ.Κ. και από τη δεκαετία του ‘70 έγινε γνωστή ως ευρωκομουνισμός. Το Ιταλικό Κ.Κ. ήταν η κύρια δύναμη που αντιπροσώπευσε αυτό το ρεύμα, τα κόμματα της Γαλλίας και της Ισπανίας επίσης εντάχτηκαν σε αυτό, ενώ στην Ελλάδα έχουμε την εμφάνιση του ΚΚΕ Εσωτερικού το 1968.
Το αίτημα μιας ανανέωσης του Kομμουνιστικού Kινήματος και της Αριστεράς ήταν πραγματικό. Ποια, όμως, θα ήταν τα στοιχεία μιας αναγκαίας ανανέωσης; Τι απαντήσεις δόθηκαν από τα διάφορα ρεύματα στο ερώτημα αυτό; Τι αποτελέσματα είχαν οι ποικιλώνυμες απόπειρες απάντησης; Η απάντηση, σε αυτά τα ερωτήματα, ίσως έχει κάτι να προσφέρει σε μια ιστορική αποτίμηση που να ωφελεί και τις σημερινές απόπειρες απάντησης στα μεγάλα ερωτηματικά για το ρόλο της Αριστεράς.
Ουσιαστικά, από την είσοδο στο μεταπολεμικό κόσμο και τις τεράστιες παγκόσμιες αλλαγές που έφερε σε όλα τα επίπεδα, έχουμε νέα δεδομένα και ερωτήματα, νέες πρακτικές και θεωρητικές ανάγκες. Την ίδια στιγμή, το κομμουνιστικό κίνημα βγαίνει από τον πόλεμο με πολλαπλάσιες δυνάμεις, κύρος, επιρροή. Οι απαντήσεις που δίνονται δεν επαρκούν στις νέες συνθήκες παρά το νέο γύρο αγώνα και θυσιών εκατομμυρίων σε όλο τον κόσμο. Η Κομμουνιστική Διεθνής αυτοδιαλύεται το 1943, για λόγους σχετικούς με τον πόλεμο, αλλά δεν συγκροτείται σε μια νέα βάση μεταπολεμικά, παρ’ όλο που διάφορα τμήματα παίζουν ένα νέο ρόλο.
Σύμφωνα με μια περιγραφή ενός αριστερού, που δεν έχει καταγραφεί ως ανανεωτής, «η προώθηση, η προέλαση ήταν τόσο θυελλώδης που οι δυνάμεις δεν μπόρεσαν να τροφοδοτούνται κανονικά. Οι δρόμοι επικοινωνίας δεν φυλάχτηκαν και μπόρεσαν οι εχθρικές δυνάμεις να εισχωρήσουν στα «μετόπισθεν»». Οι απαντήσεις που θα δοθούν σε μια επόμενη περίοδο από το «κέντρο» του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος όχι απλά δεν επαρκούν, αλλά παγιώνουν την «εισχώρηση στα μετόπισθεν» και ένα νέο αρνητικό συσχετισμό, αντιστρέφοντας και μια σειρά προηγούμενες κατακτήσεις.
Στη δεκαετία του ’60 οξύνεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Ταυτόχρονα αναδεικνύονται μια σειρά άλλα «κέντρα», ενδιάμεσες δυνάμεις και «εθνικές ιδιομορφίες». Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ Εσ. εμφανίζεται να ακολουθεί έναν ανεξάρτητο «εθνικό» δρόμο, μακριά από ξένες επιρροές. Βέβαια, πολλά πρωταγωνιστικά στελέχη του, έχουν καταγγείλει στο παρελθόν κάθε απόκλιση του ΚΚΕ από το «διεθνισμό», δηλαδή την τυφλή υποταγή στο ΚΚΣΕ και έχουν υποστηρίξει ένθερμα τη «βοήθεια των αδερφών κομμάτων», δηλαδή την απευθείας παρέμβαση του εξωτερικού παράγοντα στο ελληνικό κίνημα. Αλλά αυτή είναι άλλη μια μεγάλη ιστορία.
Ο «ιστορικός συμβιβασμός»
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και παράλληλα με την αγωνιστική στάση ενός σημαντικού δυναμικού κυρίως νέων ανθρώπων αυτού του χώρου («Ρήγας Φεραίος»), επικρατεί μια πολιτική γραμμή που επιδιώκει τη συνεργασία όλου του πολιτικού κόσμου, βλέπει ρήγματα και δυνατότητες ακόμα και μέσα στο καθεστώς και τα ξένα του στηρίγματα, αποβλέπει ουσιαστικά σε μια «ομαλή μετάβαση». Η εξέγερση του Πολυτεχνείου θα δείξει, έμπρακτα, έναν άλλο δρόμο και θα επιβάλλει άλλες εξελίξεις.
Την ίδια χρονιά με το Πολυτεχνείο, έχουμε το πραξικόπημα στη Χιλή. Ο Μπερλινγκουέρ στην Ιταλία θα βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, δημοσιεύοντας στην εφημερίδα Rinascita τις σκέψεις του «για την Ιταλία μετά τα γεγονότα της Χιλής». Αποκρυσταλλώνει βασικές κατευθύνσεις του ευρωκομουνισμού και εξαγγέλλει την ανάγκη του «ιστορικού συμβιβασμού». Πλέον, οι μετασχηματισμοί δεν θεωρείται ότι μπορούν να γίνουν παρά με μια ευρεία συναίνεση όλου του πολιτικού φάσματος. Ειδικά στην Ευρώπη προβλέπεται μια αργή διαδικασία σταθεροποίησης και εξέλιξης των υπαρκτών δημοκρατικών δομών προς μια ολοκλήρωσή τους. Αυτά θα επιχειρηματολογηθούν κυρίως με τον κίνδυνο να εξωθηθούν σε εχθρότητα τα ενδιάμεσα στρώματα και να υπάρξουν εκτροπές από τον κοινοβουλευτικό δρόμο.
Δεν πρόκειται, όμως, απλά για την άρνηση μιας γενικόλογης ανατρεπτικής ρητορείας, για την άρνηση της παραπομπής σε κάποια «δευτέρα παρουσία» της λύσης των καθημερινών προβλημάτων. Καταρχήν, από μια άποψη, τοποθετώντας έτσι το θέμα, απλοποιείται η προηγούμενη εμπειρία του ανατρεπτικού κινήματος που, άσχετα από τις καθυστερήσεις της, δεν έδωσε λίγα πράγματα ούτε από την άποψη της οικοδόμησης «αντιεξουσιών» ή δυαδικής εξουσίας. Ούτε και από την άποψη της διεκδίκησης άμεσων στόχων που, άλλωστε, ήταν πιο πετυχημένη όταν συνδυάζονταν με τη στρατηγική συνολικών ανατροπών. Το ΕΑΜ και η Ελεύθερη Ελλάδα είναι ένα δικό μας παράδειγμα.
Κατά δεύτερον, μια θετική αποτίμηση του «πολιτικού ρεαλισμού» που επιδείχτηκε δεν μπορεί να γίνει χωρίς να βασίζεται και σε κάποια αποτελέσματα επιβεβαίωσης της στρατηγικής του. Τέτοια αποτελέσματα, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχουν. Σε μια πορεία δεκαετιών, αντί για τη μετεξέλιξη προς το σοσιαλισμό ή μια ολοκληρωμένη δημοκρατία, είχαμε τη μετεξέλιξη βασικών φορέων αυτού του «ρεαλισμού» και την ενσωμάτωσή τους σε μια «δημοκρατία» που κάνει γρήγορα βήματα προς τα πίσω.
Οι θέσεις του Γκράμσι για την ηγεμονία πριν από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, εύκολα μεταφράστηκαν σε έναν «εισοδισμό» στις υπαρκτές κρατικές δομές που θεωρητικοποιήθηκε με την άρνηση της θέσης για καταστροφή και αντικατάσταση της κρατικής εξουσίας. Πρέπει να διευκρινίσουμε, βέβαια, ότι διαφορετικά ρεύματα θα αναπτυχθούν στο εσωτερικό του ευρωκομουνισμού και θα εμφανιστούν αριστερές και δεξιές εκδοχές του. Μιλώντας με αφορμή τον Λ. Κύρκο, θα μείνουμε στις πιο βασικές και επίσημες εκδοχές του.
Η επιλογή του «εθνικού δρόμου»
Συνολικά, όμως, παρ’ όλο που αυτό το ρεύμα επιχείρησε διάφορες ιδεολογικές και θεωρητικές επεξεργασίες και συνδέθηκε με ανήσυχα τμήματα της διανόησης και του πολιτισμού, δύσκολα θα εντοπίσει κανείς ένα σώμα θέσεων που να υπερβαίνει θετικά το δογματισμό και να συνδέεται με ριζοσπαστικές πρακτικές και κινήματα. Όλα αυτά σε μια περίοδο σημαντικών αγώνων, αφού οι θύελλες του ’68 θα συνεχίζουν να συγκλονίζουν τον κόσμο και την επόμενη δεκαετία. Για να μη μιλήσουμε για την εχθρότητα βασικών τμημάτων του απέναντι σε σημαντικά μαζικά ριζοσπαστικά εγχειρήματα. Εδώ το παράδειγμα της Ιταλίας κύρια και της Γαλλίας αλλά και της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Στη χώρα μας, μετά το 1974, συνεχίζεται –όχι χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις– η λογική που κυριάρχησε την προηγούμενη περίοδο. Έτσι, ουσιαστικά, χαιρετίζεται η λύση Καραμανλή και ο «εθνικός δρόμος» περιλαμβάνει το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων σε μια πορεία για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, παρόλο που διαφορετικές ανάγκες εμφανίζονται και ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλες λύσεις που ούτε τα νεοελληνικά ζητήματα, ούτε την πραγματική δημοκρατία θα παρέπεμπαν.
Επί της ουσίας, το κομμουνιστικό κίνημα στην προηγούμενη ιστορική περίοδο, δεν αγνοούσε την ανάγκη μιας αυτοδύναμης ανάλυσης και πολιτικής για τα νεοελληνικά ζητήματα. Βάδισε σε αυτό το δρόμο και τα παραδείγματα είναι υπαρκτά (γράμμα 1940, ΕΑΜ και όχι μόνο αυτά). Βάδισε με σοβαρά λάθη και πισωγυρίσματα για αυτό και η ιστορία του είναι γεμάτη ηρωισμούς αλλά και τραγωδίες. Σε περιόδους σχοινοβασίας ανάμεσα σε «κρατικισμούς» και δύσκολες παγκόσμιες ασκήσεις που δεν ήταν «επί χάρτου».
Το ρεύμα για το οποίο κάνουμε λόγο δεν θα αποφύγει τακτικισμούς και ισορροπίες με καταστάσεις που δεν ήταν ο ορισμός του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία (π.χ. το Κ.Κ. Ρουμανίας του Τσαουσέσκου). Το βασικό όμως δεν είναι αυτό. Αυτό που προβλήθηκε ως ένας «εθνικός δρόμος» δεν βασιζόταν σε ρεαλιστικές εκτιμήσεις για τη διάταξη των δυνάμεων στην Ελλάδα και τις συγκεκριμένες ταξικές σχέσεις. Έτσι, δεν αμφισβητείται μόνο η αυτονομία του όποιου φορέα ή της εργατικής τάξης (για αυτά υπάρχουν και θεωρητικές τεκμηριώσεις) αλλά στην πράξη συνολικά της Αριστεράς και του λαϊκού παράγοντα.
Η πολιτική «πλατιών συμμαχιών» οδηγείται σε εναγκαλισμό με το σύνολο του πολιτικού κόσμου, που όμως δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε πραγματικούς μετασχηματισμούς. Ανακαλύπτονται ρήγματα και τμήματα μιας «εθνικής αστικής τάξης» εκεί που δεν υπάρχουν και αργότερα διευκολύνεται ουσιαστικά η άνοδος του Α. Παπανδρέου, με την εκχώρηση στο ΠΑΣΟΚ του ρόλου του φορέα της αλλαγής, στην οποία θα έπρεπε να συνεισφέρει και η «παραδοσιακή Αριστερά». Αυτά, βέβαια, όπως και πολλά άλλα, δεν αφορούν μόνο το ΚΚΕ Εσ. αλλά και στον άλλο πόλο που, σήμερα, εύκολα καταγγέλλει.
Προσήλωση στην ευρωπαϊκή πορεία
Στο χώρο της Ευρώπης, όλη αυτή την περίοδο, ο ευρωκομουνισμός θα υποστηρίξει την ολοκλήρωση, θεωρώντας την Ευρώπη χώρο δημοκρατίας και πλουραλισμού και βλέποντας στην ενοποίηση της ηπείρου στοιχεία διεθνισμού και στεριώματος μιας μόνιμης ειρήνης. Στην Ελλάδα, αντίστοιχα, υποστηρίζεται η ένταξη στην ΕΟΚ. Και πάλι δεν μπορεί, όμως, να αποφευχθεί το ερώτημα: Ποιος είναι σήμερα ένας απολογισμός στη βάση των πραγματικών γεγονότων και εξελίξεων; Η Ευρωπαϊκή Ένωση ολοκληρώθηκε ως ένα μόρφωμα συμβατό με τις ανάγκες του μονοπωλιακού κεφαλαίου, μακριά από κάθε έννοια πραγματικής δημοκρατίας αλλά και με ενεργό ρόλο στις σύγχρονες πολεμικές εξορμήσεις. Η Ελλάδα, πιστή στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, οδηγήθηκε και οδηγείται στη χρεοκοπία και την ερήμωση και όχι μόνο δεν βάδισε προς μια δημοκρατική ολοκλήρωση αλλά απομακρύνεται ολοταχώς από την αστική δημοκρατία.
Μέσα από την αντιπαράθεση με πραγματικούς και λιγότερο πραγματικούς δογματισμούς, αναπτύχθηκε ένας άλλος δογματισμός. Έτσι, η εθνική συναίνεση, η οικουμενικότητα των προβλημάτων, η άρνηση του επαναστατικού μετασχηματισμού, η ταξική ειρήνη, η συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία, η ευρωπαϊκή ενοποίηση, έγιναν θέσφατα που δεν επιδέχονταν αμφισβήτηση ακόμα κι αν η ζωή έδειχνε άλλα πράγματα. Το παράδειγμα της Ε.Ε. είναι χαρακτηριστικό. Ακόμα και σήμερα που η δημοκρατική -ισότιμη- ειρηνική ολοκλήρωση αποδεικνύεται ιδεολογικός μύθος και το πιο επιθετικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο κινεί φανερά όλα τα νήματα, αριστεροί και πτέρυγες που ξεκινούν από τις παραδόσεις της «ανανέωσης» αρνούνται να βγάλουν συμπεράσματα και κρατούν παγωμένη τη σκέψη με βάση ιδεολογικές κατασκευές και προκαταλήψεις.
Το «πλούσιο» ’89
Το 1989 αποτέλεσε ολοκλήρωση μιας πορείας μεταλλάξεων και μετασχηματισμών. Διεθνώς είχαμε το θρίαμβο του «οικουμενισμού» και την παράδοση της σκυτάλης στην ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ.
Τα ερωτήματα και πάλι δεν μπορούν να κρυφτούν. Αυτό που είχε ψευδεπίγραφα απομείνει ως «σοσιαλισμός» δεν έδωσε τη θέση του σε έναν καλύτερο και ειρηνικό κόσμο. Την ίδια περίοδο έχουμε το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ (μετεξέλιξη τμήματος του ΚΚΕ Εσ. υπό τον Λ. Κύρκο) και έναν ιστορικό συμβιβασμό, α λα ελληνικά, με την κυβέρνηση Τζανετάκη και αμέσως μετά την οικουμενική.
Και πάλι, όμως, δεν δικαιώνονται ιστορικά (αν μείνουμε στις «ομολογημένες» προθέσεις μόνο) ούτε οι τακτικές κέρδους του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε οι ιδέες της «πιο πλατιάς συμμαχίας» όλου του πολιτικού φάσματος. Αντί για το άνοιγμα νέων δημοκρατικών δρόμων, είχαμε φυσικά το δυνάμωμα του δικομματισμού και το πέρασμα στη νεοφιλελεύθερη επίθεση με την Αριστερά αφοπλισμένη ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά. Φυσικά, και ο άλλος πόλος της τότε επίσημης Αριστεράς πρωταγωνιστεί συνειδητά σε όλους αυτούς τους ακροβατισμούς και ας παριστάνει ότι παρασύρθηκε και ξεγελάστηκε από τον «σατανά Γκορμπατσόφ» ή τον «αντι-ΚΚΕ Κύρκο»…
Σήμερα, λίγο μας ενδιαφέρει η βαθμολόγηση προσώπων, η αποθέωση ή ο αναθεματισμός τους και ειδικά μετά θάνατον. Στο κάτω-κάτω, υπάρχει ο ΕΠΟΝίτης Λεωνίδας Κύρκος, ο καταδικασμένος σε θάνατο που περίμενε αμετανόητος στο «Γολγοθά» του Μεταγωγών, υπάρχει και ο Λεωνίδας Κύρκος των πρόσφατων δηλώσεων για την ταύτιση ανυπακοής και φασισμού ή της συνάντησης του Ζαππείου. Υπάρχει και μια ενδιάμεση πορεία. Η πορεία αυτή, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, δεν είναι άσχετη με την κίνηση εκατομμυρίων μαζών, αλλά και με το πού κάθε φορά ισορροπούσε αυτή, όχι νομοτελειακά αλλά με την παρέμβαση των όποιων συνειδητών παραγόντων.
Στην Ελλάδα, ο ΕΑΜικός κόσμος πέρασε από φωτιά και σίδερο. Θα επικρατούσαν οι πιο προχωρημένες διαθέσεις που σήμαιναν νέες θυσίες και προσφορά ή θα κυριαρχούσε η ανάγκη «να κάνουμε κι εμείς μια κανονική ζωή βρε αδερφέ;». Η ενσωμάτωση όλου αυτού του κόσμου στον «εθνικό κορμό» σήμαινε και μετασχηματισμούς στα ηγετικά κλιμάκια. Αλλά και νέες θεωρίες, τακτικές και στρατηγικές. Από αυτή την άποψη υπάρχουν όσα διακηρύσσονται ανοιχτά και όσα κρύβονται πίσω από τα φανερά γεγονότα. Αυτός βέβαια είναι μόνο ένας τρόπος ανάγνωσης των γεγονότων.
Αντίστοιχα στην Ευρώπη, η πίτα της μεταπολεμικής ανάπτυξης και των «30 ένδοξων χρόνων» ήταν πολύ μεγάλη και μπορούσε να μοιραστεί αρκετά γενναιόδωρα. Οι διάφοροι εθνικοί δρόμοι είχαν πολλές στροφές και οι οδηγοί τους έδειξαν μεγάλη ευελιξία στην παρακολούθηση εξελίξεων που δεν ήταν ακριβώς αντικειμενικές. Η κατάληξη στο 1989 και από κει στο σήμερα έχει τη σφραγίδα της ενσωμάτωσης κοινωνικών και πολιτικών τμημάτων που κάποια από αυτά θα περιθωριοποιηθούν στη συνέχεια.
Δογματισμός και ανανέωση
Στην Ελλάδα σήμερα απαιτείται μία ανατροπή δογματισμών, μια ανανέωση των χώρων που αναφέρονται στην Αριστερά ή στο κομμουνιστικό κίνημα; Επανερχόμαστε στα αρχικά ερωτήματα του άρθρου. Τι περιεχόμενο θα έχει αυτή η ανανέωση; Ποια σύγχρονα δόγματα χρειάζεται να καταπολεμήσουμε; Θα οικοδομήσουμε την πιο πλατιά συμμαχία για τη διέξοδο της χώρας από τη σημερινή κατάσταση; Ποιες είναι όμως εκείνες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που πρέπει να ενωθούν και για ποια διέξοδο;
Δεν είναι δογματισμός να επιμένει κανείς στη σύμπνοια με το πολιτικό προσωπικό που η ίδια η ζωή έχει πλήρως απαξιώσει; Να βλέπει κανείς κίνδυνο για τη δημοκρατία στα ξεσπάσματα του λαού και όχι στο κουρέλιασμά της από μια εξουσία-υπηρέτη; Να βάζουμε την επιβίωση μιας αντιδημοκρατικής -υδροκέφαλης- γραφειοκρατικής Ευρώπης και των μηχανισμών της πάνω από την επιβίωση των ευρωπαϊκών λαών; Να θεωρείται καθυστερημένο το αίτημα της ανεξαρτησίας της χώρας όταν αυτή ξεφτιλίζεται μαζί με την αξιοπρέπεια και τη ζωή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας;
Ας ανανεώσουμε, λοιπόν, το οπλοστάσιό μας, χωρίς να ξεχνάμε ότι έχει νόημα μόνο για να εξυπηρετεί την κοινωνική χειραφέτηση.