Του Αντώνη Σκλαβενίτη
«Πως έχει αλλάξει ο κόσμος από τις μέρες μας» μονολογούσε πάλι ο Αχιλλέας.
«Πως έχεις μεγαλώσει εσύ, παππού βάτραχε» του απάντησα εγώ, χαμογελώντας πειραχτικά.
Εννιά το βράδυ καθημερινής, πολύς κόσμος έξω στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης. Χαζεύαμε όλες τις ηλικίες που διασταυρωνόντουσαν μπροστά μας και καταλήγαμε στην ίδια κουβέντα που κάναμε συχνά τον τελευταίο καιρό. Νιώθαμε ότι είμαστε σε μία ηλικία που δεν είμαστε μικροί, αλλά δεν είμαστε και μεγάλοι και αρκετά συχνά βρισκόμασταν να συγχρωτιζόμαστε τόσο με 20άρηδες, όσο και με 50άρηδες.
«Άσε μας ρε νιάτο, βάψε πρώτα το μαλλί και μετά μίλα» η εύστοχη απάντηση του Αχιλλέα που δεν είχε πολύ όρεξη απόψε.
Τις προηγούμενες φορές που είχαμε κάνει αυτή την κουβέντα, είχαμε καταλήξει ότι ζούσαμε την επιτάχυνση της ιστορίας, καθημερινά. Σε όλα τα επίπεδα. Κοινωνικό, τεχνολογικό, πολιτικό, περιβαλλοντικό. Και κάποιοι προλαβαίνανε τις εξελίξεις και κάποιοι όχι. Ενώ και κάποιες εξελίξεις ήταν λιγότερο δυσάρεστες από κάποιες άλλες. Το νέο οκταπύρηνο κινητό που ανακοίνωσε προχθές ο κορεατικός γίγαντας είναι πιο ενδιαφέρουσα είδηση από την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού -και πόση σημασία τελικά έχει αυτή η αποχώρηση. Ως εκ τούτου, έχει αλλάξει το πώς γίνονται οι παρέες, η επιφανειακότητα είναι το στάνταρ, οι ανασφάλειες πάνε σύννεφο, πολλοί είναι στην αβεβαιότητα σε όλους τους τομείς. Άλλοι επιλέγουν την συνειδητή αδιαφορία και το γιολάρισμα, ενώ υπάρχουν και αυτοί που προσπαθούν να ισορροπήσουν σε όλα, με αποτέλεσμα να υποφέρουν.
Κάτι σίγουρο είναι ότι όσο πιο μικρή η ηλικία, τόσο πιο μεγάλη η εξάρτηση από το κινητό, τόσο πιο εύκολες οι σχέσεις (όλων των ειδών) που δεν απαιτούν φυσική παρουσία των ατόμων, τόσο πιο μεγάλη η μοναξιά. Οι μεγαλύτερες ηλικίες, ζαλισμένες από την αλλαγή των σταθερών που είχαν, παθαίνουν ίλιγγο όταν πρέπει να ξέρουν τι είναι το snapchat και το tinder για να σταθούν σε μια κουβέντα. Και όλα αυτά, στην μνημονιακή Ελλάδα που δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει κάθε μέρα.
«Υπήρχε τουλάχιστον το πεζοδρόμιο να γεφυρώνονται οι γενιές, άντε να ξανάρθει αυτός ο καιρός», ευχήθηκε ο Αχιλλέας και κινήσαμε για το κοντινότερο παγκάκι. Είχαμε κουραστεί πλέον.