Με ομιλητή τον Στέλιο Ελληνιάδη, ο «Χώρος Πολιτισμού @ρουφ» οργανώνει τον κύκλο «Λαϊκός Μαραθώνιος: Απότον Μάρκο στον Άκη» με τις ακόλουθες εκδηλώσεις:
Σάββατο 22/1, 9 μ.μ.
«Αφετηρία:
Μάρκος Βαμβακάρης και Σια»,
Σάββατο 5/2
«Επιτάχυνση: Βασίλης Τσιτσάνης-Μάνος Χατζιδάκις»,
Σάββατο 19/2
«Στροφή: Μανώλης Χιώτης-Μίκης Θεοδωράκης»,
Σάββατο 5/3
«Ευθεία: Γιώργος Ζαμπέτας-Σταύρος Ξαρχάκος»,
Σάββατο 19/3
«Φινάλε: Άκης Πάνου»,
Μετά από κάθε ομιλία-συζήτηση, ακολουθεί μουσική βραδιά με λαϊκή κομπανία και φίλους.
Ο «Δρόμος» θα δημοσιεύει σχετικά κείμενα, αρχίζοντας με ένα άρθρο του γνωστού ερευνητή Παναγιώτη Κουνάδη και ένα σχόλιοτου Στέλιου Ελληνιάδη για τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Πέρασαν 80 χρόνια από την ηχογράφηση των πρώτων τραγουδιών του Μάρκου Βαμβακάρη και η αόρατη σκυτάλη των τραγουδιών του περνάει αβίαστα από γενιά σε γενιά. Ο Μάρκος δεν χρειάστηκε ποτέ μηχανισμούς προώθησης των τραγουδιών του, ούτε για να καθιερωθεί ούτε για να κυκλοφορεί ελεύθερος ανάμεσά μας, άφθαρτος, με τη μπουζούκα του και τα χασαποζεϊμπέκικά του. Χωρίς να το ξέρει, ήταν γενάρχης μιας κουλτούρας που έμελε να ξεπεράσει κατά πολύ τον ίδιο και την εποχή του. Ο Μάρκος με την παρέα του διαμόρφωσαν τις συντεταγμένες πάνω στις οποίες χτίστηκε έκτοτε το λαϊκό τραγούδι των πόλεων που μέχρι τότε ήταν «άηχες», δανείζονταν ήχους από την ύπαιθρο και το εξωτερικό ή εμπεριείχαν πολλές -διαφορετικής καταγωγής- μουσικές, αλλά όχι μία «κοινή». Οι Μάρκος και Σια έφτιαξαν ένα λαϊκό τραγούδι «εντόπιο», πρωτότυπο, που δεν αποτελούσε απομίμηση, όπως ήταν η μόδα στο ανολοκλήρωτο ελληνικό κράτος. Ένα τραγούδι «ελληνικό» που δεν μπορούσε να αναγορευθεί σε «εθνικό» γιατί οι δημιουργοί του ήταν «αυτοδίδακτοι» και «περιθωριακοί» και οι ακροατές του φτωχοί και εν δυνάμει «απείθαρχοι».
Μάρκος Βαμβακάρης: Η αόρατη ιδεολογία του ρεμπέτικου
Το ρεμπέτικο τραγούδι ως δημιούργημα και ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων που συνειδητοποιούν με επιλογή δική τους ή ασυνείδητα, δηλαδή με επιλογές των κάθε φορά εξουσιών, την αδυναμία ενσωμάτωσης στο κρατούν κοινωνικό σύστημα, εμπεριέχει εν δυνάμει στοιχεία αντιπαράθεσης προς την εξουσία, γεγονός που θεωρείται ως η βάση δημιουργίας αναρχικών θέσεων και τοποθετήσεων.
Ένα σημαντικό γεγονός που κατεγράφη στα χρόνια 1930-36, μετά την εφαρμογή του φασιστικής δομής και νοοτροπίας νόμου της κυβέρνησης Βενιζέλου, το 1929, του περίφημου «ιδιώνυμου», και μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, το 1936, είναι ότι, στο διάστημα αυτό που πραγματοποιούνται οι μεγαλύτερες, περισσότερες και μαζικότερες κινητοποιήσεις των εργαζομένων της χώρας, πάνω από τις μισές σε αριθμό, απεργίες και κινητοποιήσεις, και πάνω από το 60% των εργαζομένων που συμμετείχαν σ’ αυτές, προήλθαν από αυτόνομες πρωτοβουλίες με αυτοοργάνωση, χωρίς δηλαδή τον έλεγχο των επίσημων συνδικαλιστικών τους φορέων, που ανήκαν σε μια από τις δύο αντιπαρατιθέμενες ιδεολογίες.
Σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό πλαίσιο, ο Μάρκος Βαμβακάρης, αφού πέρασε παιδική ζωή και εφηβεία «δια πυρός και σιδήρου», βρέθηκε στο επίκεντρο της μουσικής πολιτιστικής ζωής των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, με τραγούδια που το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν ο αυτοβιογραφικός τους χαρακτήρας και η περιγραφή σημαντικών ή και μικρών συμβάντων της ζωής του, η οποία όμως, συνέπιπτε με τη ζωή πλήθους συμπατριωτών και συμπασχόντων με αυτόν…
Το τραγούδι «Ο Μάρκος υπουργός» που μπορεί να θεωρηθεί ως ο «ύμνος αναρχίας του ρεμπέτικου», ηχογραφήθηκε τέλη 1935 αρχές 1936, πριν αρχίσουν οι περίεργοι «μαζικοί θάνατοι» πρωθυπουργών ή άλλων σημαντικών προσώπων της πολιτικής ζωής που «διευκόλυναν» την άνοδο του Ιωάννη Μεταξά στην πρωθυπουργία (14 Απριλίου 1936). Στο δίσκο περιλαμβάνονταν τρία 15σύλλαβα δίστιχα:
Όσοι γινούν πρωθυπουργοί, όλοι τους θα πεθάνουν,/τους κυνηγάει ο λαός απ’ τα καλά που κάνουν./Βάζω υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνω,/να κάθουμαι τεμπέλικα, να τρώω και να πίνω./Και ν’ ανεβαίνω στη βουλή, εγώ να τους διατάζω,/να τους πατώ τον αργιλέ και να τους μαστουριάζω.
Στο πάλκο όμως, πρόσθεσε άλλα δύο δίστιχα, τα οποία σχετίζονταν με τους θανάτους και το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, δηλαδή της συνεργασίας του Κόμματος των Φιλελευθέρων με το Παλλαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς.
Επέθαν’ ο Κονδύλης μας, πάει κι ο Βενιζέλος,/την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα ‘φερνε το τέλος./Και για προσέξετε καλά Γιαννάκη και Σοφούλη,/μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας και σας μασήσει ούλοι.
Στο τραγούδι αυτό, ο Μάρκος «βάζει μπουρλότο» στα θεμέλια της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» και όχι μόνο, αφού συμπεριλαμβάνει στην κριτική του ΟΛΟΥΣ τους πρωθυπουργούς χωρίς να χαρίζεται ούτε σ’ αυτούς των «λαϊκών» ή «αντιλαϊκών» δικτατοριών. Στη δεύτερη στροφή, «ορίζει» το ρόλο των διοικούντων, με το σατιρικό «να κάθουμαι τεμπέλικα, να τρώω και να πίνω», ενώ ο σαρκασμός επιτείνεται με την εικόνα της μαστουρωμένης απ’ το χασίσι βουλής. Επίσης, δείχνει μια συμπάθεια προς τον εκπρόσωπο του Παλλαϊκού Μετώπου και μια κρυφή ελπίδα για δυναμική αλλαγή υπέρ των λαϊκών τάξεων.
Τις ίδιες μέρες, πέρασε στη δισκογραφία ένα άλλο ενδιαφέρον τραγούδι του Μάρκου: Όσοι έχουνε πολλά λεφτά, να ‘ξερα τι τα κάνουν./Άραγε σαν πεθάνουνε, βρ’ αμάν, μαζί τους θα τα πάρουν;/Εγώ ψιλή στην τσέπη μου ποτές δεν αποτάζω/Κι όλα τα ντέρτια μου περνούν, βρ’ αμάν, μόνο σαν μαστουριάζω./Αφού στον άλλονε ντουνιά λεφτά δεν θα περνάνε,/Τα ‘χουν και τα θυμιάζουνε, βρ’ αμάν, δεν ξέρουν να τα φάνε.
Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν, ερμηνεύοντας τις διαθέσεις του Μάρκου, ότι στη συνείδηση των απλών ανθρώπων που δεν έχουν ακόμη υποστεί την ανάλογη «πλύση εγκεφάλου» του αμερικανικού προτύπου, αλλά και όλων εκείνων που δεν μετείχαν ή μετέχουν από μειονεκτική θέση στη λήψη των αποφάσεων λειτουργίας της κοινωνίας, το χρήμα πρέπει να αποτελεί μέσον για τη χαρά της ζωής και ποτέ σκοπό. Στο πλαίσιο αυτής της «αόρατης ιδεολογίας του ρεμπέτικου», ο δημιουργός κοροϊδεύει, σαρκάζει και βάζει σε εξευτελιστική δοκιμασία τις ομάδες εξουσίας.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε τα επόμενα χρόνια σε μια κοινωνική ωρίμανση υψηλού επιπέδου, γράφοντας σπουδαία τραγούδια, όχι μόνο για τον έρωτα και το χασίς, αλλά και για τα βασικά κοινωνικά προβλήματα που σχετίζονται με τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, τη μετανάστευση, την προσφυγιά, αλλά και τις διανθρώπινες σχέσεις.
Παναγιώτης Κουνάδης