Θα προσπαθήσουμε στο σύντομο αυτό σημείωμα να αναδείξουμε κρίσιμες πλευρές που τροφοδοτούν μια ταχύτατα εξελισσόμενη παγκόσμια ενεργειακή κρίση. Θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να επισημάνουμε δύο πράγματα: α) τα τέτοια φαινόμενα είναι πολυπαραγοντικά και χαρακτηριστικά της –με πολύ σύνθετους τρόπους– αλληλοσύνδεσης των διαφορετικών επιμέρους αλυσίδων αιτίων και αποτελεσμάτων, β) οι επιμέρους σχεδιασμοί και επιδιώξεις των διαφόρων μεγαπαικτών του συστήματος γίνονται μέσα σε συνθήκες αναρχίας –χαοτικής πλέον– που προκύπτουν από τη διαρκή παρουσία πεδίων ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού (επιχειρηματικών και γεωπολιτικών) σε όλες τις κλίμακες. Αυτή η κατάσταση παράγει διαρκώς δευτερογενή ή και άλλα πιο έμμεσα αποτελέσματα, που θα λέγαμε ότι «αρχικά δεν τα θέλησε κανείς», και εκθέτει σε ολοένα αυξανόμενες αβεβαιότητες τους σχεδιασμούς αναδιαρθρώσεων μεγάλου χρονικού ορίζοντα. Η υπολογίσιμη κάμψη των δυνατοτήτων επιβολής των επιδιώξεών της που παρουσιάζει η «Δύση», έχει τη δική της καθοριστική συμβολή στις χαοτικές συνθήκες και στις απότομες, αιφνίδιες αλλαγές κατεύθυνσης των εξελίξεων που παρατηρούνται.
Η προσπάθεια να ξετυλιχτεί αυτό το κουβάρι εξελίξεων, προϋποθέτει δύο αφετηριακές επισημάνσεις. Πρώτα απ’ όλα ότι οι οικονομικές και οι κρατικές/υπερκρατικές γεωπολιτικές πλευρές της ενεργειακής κρίσης είναι αδιάρρηκτα συνδεμένες μεταξύ τους. Κέρδη και ζημιές καταγράφονται και στα δύο επίπεδα αν και συνήθως σε διαφορετικούς χρόνους. Κατά δεύτερον, τέτοιας εμβέλειας αυξήσεις του επιπέδου των τιμών, σαν αυτές που σημειώνονται στο κύκλωμα της ενέργειας, οδηγούν κατ’ αρχήν σε μεγάλες μεταφορές-ανακατανομές εισοδημάτων και πλούτου. Αντίθετα από μια εικόνα γενικευμένων απωλειών που προτιμούν να προβάλλουν τα συστημικά ΜΜΕ, γίνεται κομβικό το ερώτημα «ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν και σε ποια επίπεδα;».
Σε σχέση με αυτό, είναι πολύ χρήσιμες οι συγκρίσεις με όσα συνέβησαν στο πλαίσιο προηγούμενων ενεργειακών κρίσεων. Οι κατανομές κερδών-ζημιών τροποποιούνταν ουσιωδώς κατά την εξέλιξη της κάθε ξεχωριστής κρίσης, και δεν υπήρξαν λίγες οι φορές που οι αρχικά ωφελημένοι παραγωγοί υδρογονανθράκων είδαν αργότερα το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους να εξανεμίζεται προς όφελος του τότε συστήματος ηγεμονίας των ΗΠΑ και συγκεκριμένων κλαδικών επιχειρηματικών συμφερόντων διαρθρωμένων εντός του. Σε κάθε περίπτωση όμως οι ζημιές δεν παύουν να μετακυλίονται πάντοτε προς δύο μεγάλες ομάδες, απομειώνοντας το μερίδιό τους στον παραγόμενο πλούτο: προς την πλευρά της εργασίας/των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, και προς τις παραγωγικά αδύναμες περιοχές της παγκόσμιας περιφέρειας. Η πρώτη αδιαμφισβήτητη επίπτωση της τρέχουσας ανόδου των τιμών αναμένεται να είναι μια νέα δραματική αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων σε πλανητική κλίμακα. Πολύ περισσότερο που η αύξηση των τιμών των καυσίμων και της ενέργειας λειτουργεί σαν ισχυρός πολλαπλασιαστής για την άνοδο των τιμών για όλες τις παραγωγικές αλυσίδες αξίας, και ιδιαίτερα για τους κρίσιμους κλάδους των ειδών διατροφής, επιταχύνοντας έτσι την εμφάνιση μιας παγκόσμιας κλίμακας επισιτιστικής κρίσης.
Η πρώτη αδιαμφισβήτητη επίπτωση της τρέχουσας ανόδου των τιμών αναμένεται να είναι μια νέα δραματική αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων σε πλανητική κλίμακα
«Πράσινες» μεγάλες αναδιαρθρώσεις και ενεργειακή κρίση
Οι «πράσινες» αναδιαρθρώσεις (που ένα σημαντικό μέρος τους αφορά τις εγκαταστάσεις μετατροπής ηλιακής και αιολικής ενέργειας σε ηλεκτρική) φαίνεται να γεννούν τύπους κρίσης που είναι ιστορικά τυπικοί των πρώιμων φάσεων μεγάλων αναδιαρθρώσεων. Στην τρέχουσα περίοδο επιδοτήθηκε με φρενήρεις, άναρχους υπερσυσσωρευτικούς ρυθμούς, η στροφή στις ΑΠΕ (με υπερδιαστασιολογήσεις και δυσανάλογες προσδοκίες αποδόσεων). Με την παράλληλη απότομη δραστική μείωση της χρήσης άνθρακα και την καταφυγή σε αντίστοιχη αύξηση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο, ως ενδιάμεση μεσοπρόθεσμη λύση,. Η περιγραφή αυτή ταιριάζει σε μεγάλο βαθμό στις εξελίξεις σε εκτεταμένες ζώνες εντός Ε.Ε. με ισχυρή επ’ αυτών τη γερμανική επιρροή. (Η Ελλάδα είναι η πιο ακραία ίσως περίπτωση: άμεση απολιγνιτοποίηση, προσανατολισμός σε προμηθευτές ακριβού αερίου, «πράσινα» πρότζεκτ απολύτως εξαρτημένα).
Ο κύριος άξονας αντιθέσεων: Από τη μια οι ΗΠΑ πιέζουν για την «ενεργειακή απεξάρτηση» της Ευρώπης από τη Ρωσία ως κομβική πλευρά της στρατηγικής τους για την σταθεροποίηση-αύξηση του βαθμού ελέγχου τους επί της Ευρώπης. Από την άλλη, η έκρηξη των τιμών ωθεί προς την ενεργοποίηση της σύνδεσης Nord Stream II Ρωσίας-Γερμανίας για παροχή φτηνού ρωσικού αερίου
Η υπερσυσσώρευση γίνεται ακόμα οξύτερη απο το γεγονός ότι η στροφή προς τις ΑΠΕ δεν έχει ακόμα «ωριμάσει τεχνολογικά» με όρους καπιταλιστικής βιωσιμότητας, στο βαθμό που δεν έχει επιλυθεί το κρίσιμο πρόβλημα της απαίτησης αποθήκευσης της ενέργεια; που παράγουν οι ΑΠΕ. Ως λύση για την μεγάλων διαστάσεων βιώσιμη παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ έχει προκριθεί η παραγωγή και αποθήκευση υδρογόνου, με τα απαιτούμενα κεφάλαια για την έρευνα και την εγκατάσταση των σχετικών υποδομών να είναι τέτοιας κλίμακας ώστε να γίνεται λόγος για την «οικονομία του υδρογόνου». Έτσι σημαντικό μέρος της ανατίμησης των ορυκτών καυσίμων και της ενέργειας αναμένεται ότι θα κατευθυνθεί στην κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης της «πράσινης» αναδιάρθρωσης και ιδιαίτερα της «οικονομίας του υδρογόνου». Ας προστεθεί σε αυτή την εικόνα ότι οι περισσότερες εταιρείες-κολοσσοί στον τομέα των υδρογονανθράκων και της χημικής βιομηχανίας έχουν αποκτήσει σημαντικές θέσεις και στον κλάδο (ΑΠΕ-υδρογόνο). Η περίπτωση των ΗΠΑ και ο «πράσινος» πυλώνας της πολιτικής Μπάιντεν έχουν τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η ενεργειακή κρίση για την ώρα τους θίγει μεν, αλλά όχι με την ίδια ένταση όπως την Ευρώπη. Πάντως τα τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί και εκεί σημαντικά κρισιακά επεισόδια στον τομέα της ενέργειας (Τέξας, Καλιφόρνια, με μεγάλες ελλείψεις και απότομες δυσθεώρητες ανατιμήσεις της ηλεκτρικής ενέργειας).
Στην άλλη όψη του νομίσματος δεν πρέπει να υποτιμηθούν τα συμφέροντα του «σκληρού πυρήνα» των μεγάλων παραγωγών υδρογονανθράκων (κρατών και εταιρειών): η τεράστια αύξηση των τιμών διευκολύνει την προώθηση των αμερικανικών, σχιστολιθικής προέλευσης κοιτασμάτων, και τροποποιεί γενικότερα τους όρους με τους οποίους κρίνεται η δυνατότητα αξιοποίησης κοιτασμάτων.
Πολλαπλά μέτωπα γεωπολιτικών συγκρούσεων και οικονομικών ανταγωνισμών
Πολλαπλά και αλληλοσυνδεόμενα. Θα αναφερθούμε σε δύο μόνο από τα πολλά (και καθόλου αμελητέα), λόγω του μεγάλου ειδικού τους βάρους στις παγκόσμιες εξελίξεις. Πρώτο μέτωπο: η ραγδαία μετατόπιση των ΗΠΑ προς τον Ινδοειρηνικό, σε γραμμή περιορισμού και αντιπαράθεσης έναντι της Κίνας. Οι τεράστιες ανατιμήσεις στην αγορά ενέργειας και καυσίμων δείχνουν σε πρώτη φάση ενισχυτικές αυτής της γραμμής αντιπαράθεσης. Η Κίνα βρίσκεται σημαντικά εκτεθειμένη στις ανατιμήσεις ως πρωτεύων καταναλωτής ενέργειας (και κρίσιμων πρώτων υλών), που δεν διαθέτει τα αντίστοιχα δικά του ενεργειακά αποθέματα. Διαθέτει κυρίως άνθρακα (και είναι ενδεικτικό ότι τώρα φρενάρει ήδη τους ρυθμούς απεξάρτησής της απ’ αυτόν), ενώ εισάγει τεράστιες ποσότητες υδρογονανθράκων, απορροφώντας .πολύ σημαντικό μέρος της δυναμικότητας της ρωσικής παραγωγής.
Δεύτερο μέτωπο: το πολύπλοκο πλέγμα ανταγωνισμών ανάμεσα σε ΗΠΑ, Ευρώπη (με τις οξυνόμενες αποκλίνουσες πορείες εντός της) και Ρωσία. Σε συνθήκες αυξημένης εξάρτησης της Γερμανίας από το φυσικό αέριο (που ενισχύθηκε σημαντικά από την επίσπευση της «πράσινης» στροφής), και επιπλέον με τον γαλλικό ιμπεριαλισμό να κινείται σε ρότα που αντιστοιχεί στο προφίλ στρατιωτικής και ενεργειακής πυρηνικής δύναμης, η εκτίναξη των τιμών των καυσίμων πολλαπλασιάζει τους ανταγωνισμούς, τις ρηγματώσεις και τις αποκλίνουσες στρατηγικές που εσωτερικεύονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο κύριος άξονας αντιθέσεων: Από τη μια οι ΗΠΑ πιέζουν για την «ενεργειακή απεξάρτηση» της Ευρώπης από τη Ρωσία ως κομβική πλευρά της στρατηγικής τους για την σταθεροποίηση-αύξηση του βαθμού ελέγχου τους επί της Ευρώπης. Από την άλλη, η έκρηξη των τιμών ωθεί προς την ενεργοποίηση της σύνδεσης Nord Stream II Ρωσίας-Γερμανίας για παροχή φτηνού ρωσικού αερίου, και επιπλέον η Ρωσία προτείνει συμφωνίες μεγάλης διάρκειας για την προμήθεια αερίου σε χαμηλές σταθερές τιμές με ευρωπαϊκές χώρες. Οι συνθήκες που διαμορφώνονται ευνοούν την ενίσχυση της επιρροής της επί της Γερμανίας και επί σημαντικού τμήματος της Ευρώπης.
Είναι ενδεικτικό της ρευστότητας του σημερινού τοπίου ότι ενώ η τρέχουσα κρίση έδινε τα πρώτα της σήματα, η Ουγγαρία, μέρος της «νέας Ευρώπης» που διατηρεί στενούς στρατηγικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία, δεν δίστασε παρ’ όλα αυτά να υπογράψει 15ετή συμφωνία με την τελευταία για την προμήθεια φυσικού αερίου, και μάλιστα από δρόμους που παρακάμπτουν την Ουκρανία. Εν κατακλείδι, αυξάνεται σημαντικά η πιθανότητα συμπίεσης της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και μετατροπής της σε αδύναμο κρίκο αυτής της κρίσης.
Σημαντικό μέρος της ανατίμησης των ορυκτών καυσίμων και της ενέργειας αναμένεται ότι θα κατευθυνθεί στην κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης της «πράσινης» αναδιάρθρωσης και ιδιαίτερα της «οικονομίας του υδρογόνου»
Τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας και οι νέες μορφές εξάρτησης
Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση δεν αφορά μόνο την παραγωγή ενεργειακών πόρων. Τροφοδοτείται από (και με τη σειρά της οξύνει) τον εν εξελίξει «πόλεμο» για τον έλεγχο των πολλαπλών δικτύων μεταφοράς ενέργειας (αγωγών υδρογονανθράκων, διασυνδεδεμένων δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και σύντομα απ’ ό,τι φαίνεται δικτύων μεταφοράς υδρογόνου). Σχετικά με αυτό το ούτως ή άλλως τεράστιο θέμα, πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι το πυκνό πλέγμα οικονομικών και γεωπολιτικών ανταγωνισμών γύρω από τον έλεγχο της παραγωγής και των δρόμων μεταφοράς της ενέργειας γεννά νέες όψεις εξάρτησης χωρών. Ενισχύει κινδύνους «βαλκανοποιητικών» διαδικασιών: κατακερματισμών της κρατικής κυριαρχίας και «ανασύνθεσης» νέων ενοτήτων χώρου σύμφωνα με την ασταθή φορά που παίρνουν κατά περίπτωση οι επιδιώξεις των γεωπολιτικά ισχυρών.
Σαν επίλογος
Δεν είναι καθόλου τυχαία στη σημερινή συγκυρία, η όξυνση της σύγκρουσης ανάμεσα στον «λόγο» των «ευαγγελιστών» της κλιματικής αλλαγής/κρίσης (που κυριαρχεί, συνδεμένος καθώς είναι με τα πιο επιθετικά σχέδια των σημερινών αναδιαρθρώσεων) και στον «αντίλογο» των «αρνητών» της. Και δεν είναι τυχαία μέσα στις συνθήκες των σημερινών δυσμενών όρων της ταξικής πάλης, ούτε η πέραση που έχει η τάση να συγκρίνονται οι «λύσεις» στο πρόβλημα της ενέργειας με βάση τις «φυσικές/τεχνολογικές τους ιδιότητες», και με βασιζόμενους σε αυτές τις ιδιότητες υπολογισμούς για το «κόστος» της καθεμιάς. Παρά τη μεγάλη αβεβαιότητα που συνοδεύει τις εκτιμήσεις για την «κλιματική κρίση» (τα πολυποίκιλα μοντέλα που αντιπαρατίθενται), αναντίρρητο είναι ότι η πολυπεπίπεδη κρίση των σχέσεων που συνδέουν την καπιταλιστικά οργανωμένη κοινωνία με τη Φύση έχει φτάσει σε απειλητικά επίπεδα. Αυτό αφορά και τα προβλήματα της ενέργειας. Και ως προς τους όρους παραγωγής της και ως προς τους όρους κατανάλωσής της. Δηλαδή αφορά το σύνολο των φάσεων μετατροπών ενέργειας που ορίζουν τον μεταβολισμό ανθρώπου-Φύσης. Και σε συνάφεια με τα προηγούμενα, τα «κόστη» δεν προκύπτουν από κάποιους ουδέτερους «φυσικούς/τεχνολογικούς» όρους, αλλά μέσα στο πλαίσιο των συγκεκριμένων καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και συγκρούσεων.